Παρασκευή 7 Ιουνίου 2013

Ὁ ἐρημίτης παπά-Τύχων

 
 Ο ερημίτης παπά-Τύχων.
 
Ο παπα-Τύχων, κατά κόσμον Τιμόθεος Γκολεγκώφ του Παύλου και της Ελένης γεννήθηκε το έτος 1884 στη Νόβα Μιχαλόσκα της Ρωσίας. Από μικρός αισθάνθηκε τη μοναχική κλήση. Μέχρι να ενηλικιωθεί γύρισε ως προσκυνητής πολλά ρωσικά Μοναστήρια. Κατόπιν πήγε, προσκύνησε τους Αγίους Τόπους και εν συνεχεία ήρθε στο Άγιον Όρος όπου εκάρη μοναχός στο Κελλί του Αγίου Νικολάου Μπουραζέρη με το όνομα Τύχων.
 
Μετά από πέντε χρόνια επεθύμησε ανώτερη πνευματική ζωή και πήγε για 15 χρόνια στα Καρούλια. Έμενε σε μια σπηλιά, έτρωγε κάθε τρεις μέρες μια φορά και δαπανούσε όλον τον χρόνο του στην προσευχή, στη μελέτη και στις μετάνοιες. Τον καθοδηγούσε ένας σοφός και πρακτικός Γέροντας.
Όταν ασκήτευε στα Καρούλια, γνώρισε δύο μοναχούς που νήστευαν πολύ, έκαναν από χίλιες μετάνοιες και πέθαναν πρόωρα.

 
Ύστερα ήρθε κι έμενε σ’ ένα Σταυρονικητιανό Κελλί της Καψάλας στην υπακοή Γέροντος, τον οποίον γηροκόμησε. Μετά από παροτρύνσεις έγινε Ιερέας και Πνευματικός˙ έκτισε Εκκλησάκι το οποίο αφιέρωσε στην Ύψωση του Τιμίου Σταυρού.
 
Κράτησε κάποτε δύο νέους μοναχούς ως υποτακτικούς για ένα οκτάμηνο. Προσπαθούσαν να τον ακολουθούν στο τυπικό του. Τους τόνιζε ότι εδώ στην έρημο που ήρθαμε, πρέπει να δοξολογούμε το Θεό και όχι να κοιμόμαστε και τρώμε σαν ζώα. Όλη την εβδομάδα έτρωγαν μία φορά την ημέρα αλάδωτο, ενώ το Σάββατο και την Κυριακή έβαζε μόνο τρεις κουταλιές της σούπας λάδι στην κατσαρόλα. Έπαιρνε ο καθένας το φαγητό και το έτρωγε στο κελλί του.
 
Έλεγε: «Έχει ευλογία να πάρετε κι άλλο φαγητό». Είχε διάκριση και οικονομούσε τα καλογέρια του.
Μετά την αλάδωτη και ασκητική τράπεζα ο παπα-Τύχων περπατούσε ήρεμα γύρω στην περιοχή της καλύβης του και έλεγε εκφώνως την ευχή με ανείκαστο πόθο. Έβγαινε από τα βάθη της καρδιάς του ρυθμικά. Όταν τον ρωτούσαν, «Τι κάνεις, Γέροντα;», απαντούσε: «Αρχίζει η καρδιά να ζεσταίνεται».
Και στον ύπνο του ακόμη δεν διεκόπτετο η ευχή. Μεγάλη κατάσταση. «Εγώ καθεύδω, διά την χρείαν της φύσεως, η δε καρδιά μου αγρυπνεί, διά το πλήθος του έρωτος».
 
Μιλούσαν πολύ λίγο μεταξύ τους. Κάποτε έκαναν 17 ημέρες να ανταλλάξουν κουβέντα. Μόνο όταν έρχονταν επισκέπτες τους φώναζε να ακούνε και αυτοί την πνευματική συζήτηση και να ωφελούνται.
Όταν πρωτοπήγε να τον επισκεφθεί ο γερω-Νεκτάριος ο «Καραμανλής», τον υποδέχθηκε με αγάπη και του παρέθεσε «επίσημη τράπεζα». Πήγε εκείνη τη στιγμή και μάζεψε μια χούφτα ελιές από το δένδρο, του έφερε χοντρό αλάτι και σκουληκιασμένο παξιμάδι από το οποίο έτρωγε και ο ίδιος. Ύστερα τον άφησε λέγοντάς του: «Εγκώ τώρα φέλει κάνει προσευχή», και μπήκε στο Κελλί του. Ο επισκέπτης τα έφαγε, γιατί ο ακτήμων ασκητής τα πρόσφερε με αγάπη και απλότητα.
 
Ο ευλαβέστατος παντοπώλης των Καρυών κ. Θεόδωρος Ταλέας είχε πνευματικό τον παπα-Τύχωνα. Μια φορά που είχε πάει για εξομολόγηση, του είπε ο προηγούμενος επισκέπτης ότι ο παπα-Τύχων του ανέφερε ότι θα έρθει μετά από σένα ο Θεόδωρος και θα φέρει αυτά και αυτά τα πράγματα, όπως ακριβώς συνέβησαν.
 
Τον επισκέφτηκε κάποιος και ο παπα-Τύχων του είπε: «Εσύ, παιδί μου, δεν ήρθες για μένα, αλλά να δεις αν έχει η περιοχή αγριογούρουνα».
Έκανε για εργόχειρο εικόνες (Επιταφίους). Μία εικόνα μπορεί να έκανε και δύο χρόνια να την τελειώσει. Εργόχειρο στην αρχή έκαναν μία ώρα, ύστερα μισή, μετά το κατήργησε τελείως.
Απέφυγε επιμελώς την κατάκριση. Όταν έστελνε του παραγυιούς του στις Καρυές, πήγαινε μαζί τους περίπου ένα χιλιόμετρο και περνούσαν από ένα Καλύβι Ρώσου γείτονά τους. Επειδή ήταν λίγο ευτραφής ο γείτονάς τους παπάς, για να μην τον κατακρίνουν, τους συμβούλευε πατρικά. «Όταν δείτε τον παπά-Ε., να πείτε: «Αυτός είναι άγιος άνθρωπος, την ευχή του να έχουμε» και να του φιλήσετε το χέρι».
 
Όταν επέστρεφαν από τις Καρυές, τους έλεγε να μην τον ενοχλούν, αλλά μόνο να χτυπούν την πόρτα του κελιού του, για να καταλαβαίνει ότι επέστρεψαν, και ύστερα να πάνε στο κελί τους. Κάποτε ο ένας από καλή περιέργεια κοίταξε από τη χαραμάδα της πόρτας, για να δει τι κάνει ο Γέροντας.
Τον είδε να κλαίει, να σκουπίζει τα δάκρυά του με μανδήλι και να θρηνεί ραπίζοντας ελαφρά την κεφαλή του.
 
Αγαπούσε υπερβολικά τη μετάνοια, αν και η ζωή του ήταν αγία, δοσμένη από νεότητος στο Θεό. Τα δάκρυά του ήταν καθημερινή τροφή του. Είχε πολλά δάκρυα και πολλή κατάνυξη.
Με τα δάκρυά του μούσκευε τα πόδια του Εσταυρωμένου. Τα σκούπιζε με τα μαλλιά του σαν τη γυναίκα του Ευαγγελίου. Στο κελί του έκανε εργασία πνευματική καλλιεργώντας τη μετάνοια και το χαροποιόν πένθος.
 
Και όταν εξομολογούσε κατανυσσόταν, έκλαιγε συμπάσχοντας με τον εξομολογούμενο. Ένας μαθητής της Αθωνιάδος εξομολογείτο στον παπα-Τύχωνα. Ύστερα έγινε παπάς και έλεγε: «Αυτή η φαλάκρα μου είναι βρεγμένη με τα δάκρυα του παπα-Τύχωνα».
Λειτουργούσε συνήθως κάθε Κυριακή, αλλά είχε φυλαγμένο Άγιον Άρτο και κοινωνούσε κάθε μέρα.
Στη λειτουργία έβλεπαν να αλλοιώνεται το πρόσωπό του. Τα μάτια του μέσα στο σκοτάδι ήταν πολύ φωτεινά.
   Πάντα λειτουργούσε με κατάνυξη και δάκρυα. Την ώρα της θείας Λειτουργίας το Ευαγγέλιο το διάβαζε με δάκρυα. Με δάκρυα σήκωνε τα Άγια και έκανε την Είσοδο, εκτός βέβαια από τις αρπαγές και τις θείες οπτασίες που είχε.
 
Τον παπα-Τύχωνα, όταν ήταν μόνος του, τον ξελειτουργούσε και ο γερω-Γερόντιος. Τον πλήρωνα δέκα δραχμές για κάθε θεία Λειτουργία, την εποχή εκείνη που δίναν πέντε δραχμές στον παπά.
Μια φορά τον είδε υπερυψωμένο πάνω από τη γη. «Πιο μεγάλο άγιο σ’ όλο το Άγιον Όρος δεν έχω δει», έλεγε ο γερω-Γερόντιος.
 
Διηγήθηκε ο γέροντας Παΐσιος: «Ο παπα-Τύχων στη Λειτουργία, για να μην αποσπάται, κλείδωνε την πόρτα της Εκκλησίας, κι εγώ έλεγα το Κύριε ελέησον απ’ έξω από το διάδρομο. Μια φορά, σε μία θεία Λειτουργία κατά την ώρα του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων, χάθηκε η φωνή του. Περίμενα πέντε ώρες περίπου και δεν τον διέκοψα γιατί δεν είχα ευλογία. Μετά από πέντε ώρες συνέχισε με το «Εξαιρέτως…». Πού βρισκόταν τόσες ώρες; Μάλλον ηρπάζετο σε θεωρία. Την ημέρα εκείνη η θεία Λειτουργία τελείωσε το απόγευμα».
Ήταν τελείως αμέριμνος και δεν ενδιαφερόταν καθόλου για τα εξωτερικά. Το κελί του ποτέ δεν το σκούπιζε. Στο πάτωμα του κελιού του τα χώματα και οι τρίχες είχαν κάνει βουναλάκια που έμοιαζαν σαν καύκαλα χελώνας.
 
Έκανε γύρω στις τρεις χιλιάδες μετάνοιες και συμβούλευε κάποιον μοναχό: «Να κάνεις πολλές μετάνοιες, μέχρι να μουσκέψει η φανέλα σου απ’ τον ιδρώτα, μέχρι να αλλάξεις φανέλα».
Από την πολύωρη ορθοστασία, τα πόδια του ήταν πάντα πρησμένα.
Νήστευε πολύ. Ένα ψωμί μπορεί να το έτρωγε και σε ένα μήνα. Είπε κάποια μέρα στους δύο μοναχούς να μαζέψουν κούμαρα και να τα βράσουν στην κατσαρόλα. Όταν είδε το κόκκινο ζουμί, τους είπε άλλη φορά να μην ξανακάνουν κούμαρα, γιατί έχουν πολύ αίμα.
Αγαπούσε πολύ τη μελέτη. Διάβαζε δυο-τρεις ώρες και γλυκαινόταν. Έλεγε: «Τι γλυκός που είναι ο αββάς Ισαάκ!». Είχε διαβάσει δυο-τρεις φορές τα Άπαντα του αγίου Χρυσοστόμου.
Όλη τη νύχτα δεν εκοιμάτο σχεδόν καθόλου.
 
Μόλις νύχτωνε καλούσε τους πατέρες στην Εκκλησία χτυπώντας τον τοίχο. Μέχρι προ του Μεσονυκτίου έκαναν προσευχή στο Εκκλησάκι και έψαλλε ο ίδιος.
 
Τους έλεγε να κάθονται σε κάποιες στιγμές, ύστερα πάλι όρθιοι. Εύχονταν για τους ευεργέτες και για όσους τους βοηθούσαν, και ύστερα πήγαιναν στα κελιά τους. Έλεγε στα καλογέρια του: «Έχει ευλογία να κάνετε όσες μετάνοιες θέλετε, και αν μπορείτε να αγρυπνήσετε όλη τη νύχτα».
Έλεγε ο παπα-Τύχων ότι μέσα στα Μοναστήρια υπάρχουν αγωνιστές και προχωρημένοι πατέρες. Ένας από αυτούς είναι στου Καρακάλλου (παπα-Ματθαίος), ένας στων Ιβήρων (παπα-Θανάσης, ο οποίος και εξομολογείτο στον παπα-Τύχωνα), και ένας στου Εσφιγμένου (παπα-Θανάσης).
Έλεγε ο Γέροντας: «Μετά από τρία χρόνια παραμονή στο Κοινόβιο, ο μοναχός είναι για πόλεμο» (πνευματικό).
 
«Οι καλές συνήθειες είναι αρετές και οι κακές είναι πάθη».
«Ο καλόγερος να μην έχει σχέση με τα ζώα, γιατί αυτά του παίρνουν το νου και την καρδιά. Διότι, αντί να δώσει την αγάπη του στο Θεό, μοιράζεται στα ζώα». Ανέφερε ότι ο άγιος Βασίλειος απαγορεύει στο μοναχό που θα χαϊδέψει γάτα ή σκύλο, να κοινωνήσει.

   «Η ευχή το Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με είναι σιτάρι καθαρό. Ο καλός υποτακτικός μπορεί να αποκτήσει την ευχή».
 
«Με τη μελέτη της Αγίας Γραφής, αν δεν προσέξει κανείς, μπορεί να πλανηθεί, όπως ο Ωριγένης».
«Καλύτερα τρεις μετάνοιες με ταπείνωση, παρά χίλιες με υψηλοφροσύνη».
«Μόνο η ταπείνωση θα μας σώσει. Ταπεινόφρονες πραγματικούς πολύ λίγους θα βρεις. Πρέπει να τους ψάξεις με το κερί». Τόσο αγάπησε την ταπείνωση που γύρισε ολόκληρο το Άγιον Όρος ψάχνοντας να βρει ταπεινό άνθρωπο. Επιτέλους βρήκε στου Εσφιγμένου ένα γεροντάκι που είχε ενδυθεί σαν διπλοΐδα την αληθινή και τελεία ταπείνωση. Υπήρχαν βέβαια και πολλοί άλλοι αλλά ήταν κρυμμένοι στα μάτια των πολλών.
 
Καλούσαν τον παπα-Τύχωνα στου Εσφιγμένου για να εξομολογεί τα καλογέρια. Τότε ήταν πάνω από εξήντα πατέρες. Είχε ευλάβεια στον άγιο Αντώνιο το Ρώσο και λειτουργούσε στο σπήλαιο που έζησε ο όσιος Αντώνιος Περτσέσκαγια. Έπειτα επέστρεφε στο Κελί του με τα πόδια, και μάλιστα βάδιζε πολύ γρήγορα.
 
Είχε φιλία και πολλές σχέσεις με τον άγιο Σιλουανό του Ρωσικού, ο οποίος μετά την κοίμησή του παρουσιάσθηκε στον παπα-Τύχωνα και συνομίλησαν.
Καρυώτης Γέρων μαρτυρεί: «Ο παπα-Τύχων ήταν πολύ απλός και ζούσε σ’ ένα δικό του κόσμο. Ήταν βιαστής πολύ και παρόλο που νήστευε ήταν σωματώδης. Όταν ερχόταν στο Κελί μας και τον βάζαμε να φάει, έτρωγε μόνο δυο κουταλιές για ευλογία. Τώρα δεν έχει κανέναν σαν αυτόν, μην ψάχνετε».
 
Κάποια ἠμέρα είπε στα καλογέρια του, όταν πεθάνει, να μην τον ξεθάψουν. Ο ένας σκέφθηκε: «Θα τον βγάλω και θα πω ευλόγησον». Ο παπα-Τύχων διάβασε το λογισμό του και του είπε: «Δεν έχει ευλογία». Και μέχρι σήμερα το τίμιο λείψανό του παραμένει θαμμένο αναμένοντας την κοινήν Ανάστασιν.
 
Εκοιμήθη στις 10 Σεπτεμβρίου του 1968 αφού είδε σε όραμα την Παναγία μαζί με τον άγιο Σέργιο και τον άγιο Σεραφείμ, και του προείπαν ότι θα περάσει η εορτή του Γενεθλίου της Θεοτόκου και θα τον πάρουν.
 
Κοντά του ήταν ο υποτακτικός του γέροντας Παΐσιος που τον γηροκόμησε, τον έθαψε και τον διαδέχθηκε στο Καλύβι. Μετά έγραψε τον βίον του παπα-Τύχωνα που του παρουσιάστηκε μετά την κοίμησή του.
 
Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.
 
Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορείτικη παράδοση
Εκδόσεις
Ιερόν Ησυχαστήριον
«Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος»
σελ. 110-118