Το
Σάββατο, αφού συγκεντρώθηκαν οι Αρχιερείς και οι Φαρισαίοι στον Πόντιο
Πιλάτο, τον παρακάλεσαν να ασφαλίσει τον τάφο του Ιησού για τρεις ημέρες
διότι, καθώς έλεγαν, «έχουμε υποψία μήπως οι μαθητές Του, αφού
κλέψουν την νύχτα το ενταφιασμένο Του σώμα κηρύξουν έπειτα στο λαό ως
αληθινή την ανάσταση την οποία προείπε ο πλάνος εκείνος, όταν ακόμη
ζούσε· και τότε θα είναι η τελευταία πλάνη χειρότερη της πρώτης».
Αυτά αφού είπαν στον Πόντιο Πιλάτο και αφού πήραν την άδειά του, έφυγαν και σφράγισαν τον Τάφο, τοποθετώντας εκεί για ασφάλεια, κουστωδία, δηλαδή στρατιωτική φρουρά.
Αυτά αφού είπαν στον Πόντιο Πιλάτο και αφού πήραν την άδειά του, έφυγαν και σφράγισαν τον Τάφο, τοποθετώντας εκεί για ασφάλεια, κουστωδία, δηλαδή στρατιωτική φρουρά.
Απολυτίκιον. Ήχος β΄.
Ο ευσχήμων Ιωσήφ, από του ξύλου καθελών, το άχραντόν σου σώμα, σινδόνι καθαρά ειλήσας και αρώμασιν, εν μνήματι καινώ, κηδεύσας απέθετο.
Ο ευσχήμων Ιωσήφ, από του ξύλου καθελών, το άχραντόν σου σώμα, σινδόνι καθαρά ειλήσας και αρώμασιν, εν μνήματι καινώ, κηδεύσας απέθετο.
Δόξα.
Ότε κατήλθες προς τον θάνατον, η ζωή η αθάνατος, τότε τον Άδην ενέκρωσας, τη αστραπή της Θεότητος. Ότε δε και τους τεθνεώτας, εκ των καταχθονίων ανέστησας, πάσαι αι Δυνάμεις των επουρανίων εκραύγαζον. Ζωοδότα Χριστέ, ο Θεός ημών δόξα σοι.
Ότε κατήλθες προς τον θάνατον, η ζωή η αθάνατος, τότε τον Άδην ενέκρωσας, τη αστραπή της Θεότητος. Ότε δε και τους τεθνεώτας, εκ των καταχθονίων ανέστησας, πάσαι αι Δυνάμεις των επουρανίων εκραύγαζον. Ζωοδότα Χριστέ, ο Θεός ημών δόξα σοι.
Και νυν.
Ταις Μυροφόροις Γυναιξί, παρά το μνήμα επιστάς, ο Άγγελος εβόα. Τα μύρα τοις θνητοίς υπάρχεις αρμόδια, Χριστός δε διαφθοράς εδείχθης αλλότριος.
Ταις Μυροφόροις Γυναιξί, παρά το μνήμα επιστάς, ο Άγγελος εβόα. Τα μύρα τοις θνητοίς υπάρχεις αρμόδια, Χριστός δε διαφθοράς εδείχθης αλλότριος.
Κοντάκιον.
Ήχος πλ. β’. Χειρόγραφον εικόνα.
Την άβυσσον ο κλείσας νεκρός οράται, και σμύρνη και σινδόνι ενειλημμένος, εν μνημείω κατατίθεται, ως θνητός ο αθάνατος. Γυναίκες δε αυτόν ήλθον μυρίσαι, κλαίουσαι πικρώς και εκβοώσαι. Τούτο Σάββατόν εστι το υπερευλογημένον, εν ω Χριστός αφυπνώσας, αναστήσεται τριήμερος.
Ήχος πλ. β’. Χειρόγραφον εικόνα.
Την άβυσσον ο κλείσας νεκρός οράται, και σμύρνη και σινδόνι ενειλημμένος, εν μνημείω κατατίθεται, ως θνητός ο αθάνατος. Γυναίκες δε αυτόν ήλθον μυρίσαι, κλαίουσαι πικρώς και εκβοώσαι. Τούτο Σάββατόν εστι το υπερευλογημένον, εν ω Χριστός αφυπνώσας, αναστήσεται τριήμερος.