Κυριακή 10 Μαρτίου 2013

Ψυ­χο­σάβ­βα­το καὶ πά­λι.

Ψυ­χο­σάβ­βα­το καὶ πά­λι.
                             Τρω­δί­ου γὰρ ὁ και­ρός…….
π. Κωνσταντίνου Καλλιανού
Σ
το­λι­σμέ­να μι­κρὰ πι­α­τά­κια, μὲ τὴ λευ­κὴ τὴ ζά­χα­ρη νὰ σκε­πά­ζει τὸ βρα­σμέ­νο στά­ρι καὶ πά­νω της, ἕ­νας λι­τὸς σταυ­ρὸς ἀ­πό τριμ­μέ­νη κα­νέλ­λα ἤ λευκὰ ἀμύγδαλα, γιὰ νὰ εἶναι, ὅσο γίνεται, καὶ πιὸ καλωπισμένα. Στο­λι­σμέ­να, λοι­πόν, τὰ πιά­τα στὴ σει­ρὰ, μ᾿ ἕ­να κε­ρὶ στὸ κα­θέ­να πά­νω του νὰ φέγ­γει καὶ συ­νά­μα νὰ «με­λε­τᾶ» τὰ ὀ­νό­μα­τα, γιὰ ὅ­σους ἔ­γι­νε τὸ κό­λυ­βο αὐ­τό, ἀλ­λὰ καὶ γιὰ τοὺς πάπ­που-πρὸς πάπ­που- ἐ­κεί­νους, δη­λα­δὴ, ποὺ δὲν ἔ­χουν γρα­φεῖ τὰ ὀ­νό­μα­τά τους στὸ χαρ­τὶ, ποὺ πα­ρα­δί­δε­ται μὲ τὸ πρό­σφο­ρο γιὰ μνη­μό­νευ­ση στὸν ἱ­ε­ρέ­α. Τὸ θέμα εἶ­ναι, ὅτι τὰ ὀ­νό­μα­τα ἐ­κεῖ­να δὲ γρά­φτη­καν, ὄ­χι γιὰ ἄλ­λον λό­γο, μὰ ἐ­πει­δὴ μὲ τὰ χρόνια ποὺ πέρασαν τὰ λησμόνησαν οἱ ἄνθρωποι. Ὡσόσο, εὐτυχῶς ποὺ θυμᾶται ὁ Θεὸς, ὁ ὁποῖος ἔχει ὅλους τοὺς καταλόγους Του πλήρως ἐνημερωμένους (πρβλ. Ἀπ.3,5)
Ἀ­πο­με­σή­με­ρο Πα­ρα­σκευ­ῆς, σὲ ὥ­ρα ἑ­σπε­ρι­νὴ, ἤ τὸ πρω­ῒ στὴ Λει­τουρ­γί­α, κο­μί­ζον­ται τὰ πι­α­τά­κια αὐ­τὰ καὶ μὲ τὸ τέ­λος τῆς ἀ­κο­λου­θί­ας ἤ τῆς Λει­τουρ­γί­ας, ἑ­ορ­τί­ως μοι­ρά­ζον­ται…
Ἡ εὐ­χὴ εἶ­ναι «χρό­νια πολ­λὰ». Για­τὶ, ἄ­ρα­γε; Θέ­λω νὰ πι­στεύ­ω ὅ­τι αὐ­τὸ δὲν ἀ­φο­ρᾶ ἐ­μᾶς τοὺς ζῶν­τες, ὅ­σο τὴν ἴ­δια τὴν ἡ­μέ­ρα ποὺ εἶ­ναι ἕ­να πα­νη­γύ­ρι, μιὰ σύ­να­ξη, μιὰ λαμ­πρὴ ἑ­ορ­τὴ. Ἑορτὴ πρὸς τιμὴν καὶ μνήμην πάντων «τῶν ἐπ᾿ ἐλπίδι ἀναστάσεως κεκοιμημένων». Κι αὐ­τό, ἐ­πει­δὴ μέ­σα στὴν ἐκ­κλη­σί­α συμ­βαί­νουν ὅ­λα τὰ «πα­ρά­δο­ξα», ἐ­κεῖ­να, δηλαδή, ποὺ δὲν τὰ κα­τα­λα­βαί­νει ὁ κό­σμος, για­τὶ ἔ­χει τὴ δι­κή του τὴ λο­γι­κὴ, τὸ δι­κό του τρό­πο μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο προ­σεγ­γί­ζει τὰ γε­γο­νό­τα…..Για­τὶ ὁ κό­σμος δὲν μπο­ρεῖ νὰ κα­τα­λά­βει τὸ τι ση­μαί­νει νὰ γι­ορ­τά­ζεις, νὰ πα­νη­γυ­ρί­ζεις τὸ θά­να­το ἑ­νὸς νέ­ου λ. χ. μάρ­τυ­ρα, ἤ ἔ­στω ἑνὸς γέ­ρον­τα ὁ­σί­ου. Ἐ­πει­δὴ θε­ω­ρεῖ τὸν θά­να­το, ὄ­χι ὡς μί­α δι­α­δι­κα­σί­α ὕ­πνου φυ­σί­ζω­ου, ἀλ­λὰ ὡς τὸ τέ­λος ἑ­νὸς βι­ο­λο­γι­κοῦ κύ­κλου, ὁ ὁ­ποῖ­ος καὶ κλεί­νει τὰ πάν­τα… Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ στοὺς κο­σμι­κοὺς τοὺς κύ­κλους, ἀν­τί­θε­τα μὲ ἐ­κεί­νους τῶν πι­στῶν, γι­ορ­τά­ζε­ται ὡς γε­νέ­θλιος ἡ­μέ­ρα, ἐ­κεί­νη, ἡ τῆς εἰ­σό­δου στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ποὺ λέ­γε­ται ζω­ή.
Ἐδῶ ὅμως τὰ πράγματα εἶναι διαφορετικὰ καὶ, τὸ κυριώτερο, ξένα πρὸς τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου. Γιατὶ στὸ σημερινὸ τὸ πανηγύρι παρατίθενται τὰ πιάτα μὲ τὰ κόλυβα γιὰ νὰ τονίσουν καὶ νὰ ἐξάρουν τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου, ἀφοῦ κατὰ τὸ Τρισάγιο, μόνο ὀνόματα Κεκοιμημένων μνημονεύονται. Ἑπομένως, μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν ἀντινομία, τὴν ὁποία ἐπεξεργάζεται σωτηριολογικὰ ἡ Ἐκκλησία, ἀνυψώνεται ἡ εὐαισθησία τοῦ κάθε πιστοῦ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους του, ποὺ τοὺς θεωρεῖ, κατὰ τὸν πολὺ Νίκο Γαβριὴλ Πεντζίκη «πολύτιμους λίθους». Γιατὶ οἱ Μορφὲς τους κοσμοῦν πολλὲς, εὐλογημένες καὶ φωτεινὲς φάσεις τῆς ζωῆς μας· φάσεις τοῦ χθὲς, πασπαλισμένες μὲ τὴ νοστ(ο) αλγία τῆς δικιᾶς τους συμβολῆς. Γι᾿ αὐτὸ ἀπόψε κι αὔριο, μέσα στὴν ἀσκοπη φρενίτιδα τῶν ἡμερῶν αὐτῶν, τῆς καρναβαλικῆς, δηλαδὴ, «Ἀποκριᾶς», ὅπου κυριαρχεῖ ἡ λήθη ὡς ἀξία γιὰ τὴν ἔξοδο ἀπό τὶς πραγματικότητες τοῦ βίου, οἱ ὁποῖες συνθλίβουν, ταράζουν καὶ κατακρεουργοῦν τὴ ζωή, ἀπόψε κι αὔριο, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία μᾶς συγκαλεῖ καὶ μᾶς προτρέπει νὰ θυμηθοῦμε. Κι ἐνθυμούμενοι νὰ τιμήσουμε αὐτοὺς ποὺ μνημονεύουμε, γι᾿ αὐτὸ καὶ τοὺς καλοῦμε αὐτὴ τὴν ὥρα νὰ μᾶς προσέξουν ὅτι εὐχόμαστε γι᾿ αὐτοὺς. Γνωρίζοντας παράλληλα μὲ αὐτὸ καὶ κάτι ἀκόμα: ὅτι μέσα στὸ Χῶρο τῆς Βασιλέιας τοῦ Θεοῦ πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς μπορεῖ νὰ ἔχουν ταχθεῖ στὶς στρατιὲς τῶν Ἁγίων… Δηλαδὴ μπορεῖ νὰ μεσιτεύουν γιὰ μᾶς, ἐνῶ ἐμεῖς τὸ ἀγνοοῦμε· νὰ στεκουν σιμά μας, ὡς φύλακες καὶ συνοδοιπόροι, δίχως νὰ περιμένουν τίποτε ἄλλο ἀπὸ μᾶς, παρὰ μονάχα νὰ εὐχόμαστε, ὥστε νὰ εἶναι ἀναπαμένοι. Γιὰ νὰ εἴμαστε αὔριο κι ἐμεῖς τὸ ἴδιο, ὅταν κάποτε ἀναχωρήσουμε ἐκ τῶν προσκαίρων καὶ κάποιοι εὔχονται γιὰ τὴ δικιὰ μας τὴν ἀνάπαυση...
Ἴσως γι᾿ αὐτὸ τὰ κόλυβα γίνονται ἀπό τὴν ἴδια τὴν ὕλη ποὺ γίνεται τὸ ψωμί καὶ κατ᾿ ἐπέκταση ὁ Ἄρτος, ποὺ μεταβάλλεται σὲ Σῶμα Κυρίου, γατὶ στηρίζει. καὶ ὄχι μόνο, τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου…