Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ περάσουν χίλια χρόνια σὰν μία ἠμέρα;   (Μέρος B')



Ο πορτάρης βλέπει ξαφνικά έναν άγνωστο γέροντα με κάτασπρη γενειάδα και πρόσωπο που λάμπει, να κατευθύνεται προς το μέρος του και, ασφαλώς, παραξενεύεται:

- Ευλόγησον, πάτερ! Ποιος δρόμος σε φέρνει εδώ;
- Πηγαίνω να κλείσω την εκκλησία, παιδί μου.
- Από πού είσαι, πάτερ; τον ξαναρωτάει ο πορτάρης.
- Από αυτό εδώ το μοναστήρι.
- Από αυτό εδώ το μοναστήρι; Και πού ήσουν πριν έρθεις εδώ;
- Εδώ κοντά. Είχα πάει για λίγο στο δάσος.
- Μα, πάτερ, εσύ δεν είσαι από το μοναστήρι μας!
- Δεν με γνωρίζεις, αδελφέ μου; Είμαι ο π. τάδε, ο νεωκόρος, και πηγαίνω να κλείσω την εκκλησία!
- Για στάσου πάτερ μου. Ειλικρινά, δεν σε καταλαβαίνω. Περίμενε λίγο, να πάω να ειδοποιήσω τον ηγούμενο.

Εκείνη τη βραδιά όμως ο ηγούμενος είχε μία ουράνια αποκάλυψη. Τρεις φορές είχε ακούσει μία φωνή που του έλεγε: «Ανοίξτε τις πύλες της μονής, να μπει το περιστέρι του Κυρίου!»
- Πάτερ, έχει έρθει και περιμένει έξω ένας γέροντας μοναχός, πολύ φωτεινός στο πρόσωπο, που θέλει, λέει, να μπει στο μοναστήρι και να κλειδώσει την εκκλησία, διότι είναι ο… νεωκόρος.
- Άνοιξέ του αμέσως και φέρ’ τον γρήγορα! Μεγάλο μυστήριο, ζούμε σήμερα, παιδί μου!

Ο πορτάρης πάει τρέχοντας στον μοναχό, του ανοίγει και τον οδηγεί στον ηγούμενο.
- Με γνωρίζεις, πάτερ; τον ρωτάει ο ηγούμενος, μόλις τον βλέπει.
- Όχι γέροντα.
- Το μοναστήρι αυτό το γνωρίζεις;
- Όχι δεν το γνωρίζω πλέον. Την εκκλησία δηλαδή τη γνωρίζω, αλλά δεν είναι όπως την άφησα φεύγοντας. Η στέγη της είναι αρκετά διαφορετική.
- Πες μου, πάτερ. Πού ήσουν;
- Πριν από μια ώρα περίπου έφυγα από την εκκλησία και καθόμουν λίγο πιο πέρα, στο δάσος.

Ο ηγούμενος δίνει εντολή να χτυπήσουν οι καμπάνες του μοναστηριού και αρχίζουν να καταφθάνουν στην εκκλησία οι πατέρες της Μονής, τριακόσιοι στον αριθμό, για να δουν τι συμβαίνει. Βάζει λοιπόν τον μοναχό ανάμεσά τους, μπροστά από το εικονοστάσιο, για να μπορούν να τον βλέπουν όλοι, και αρχίζει τις ερωτήσεις:

- Πάτερ, κοίταξε, σε παρακαλώ, προσεκτικά όλους τους πατέρες. Γνωρίζεις κάποιον από αυτούς;
- Χριστέ και Κύριε! Δεν γνωρίζω κανέναν, απαντάει εκείνος παραξενεμένος.
- Εσείς τον γνωρίζετε αυτό το μοναχό; ρωτάει στη συνέχεια τους αδελφούς.
- Ούτε εμείς τον γνωρίζουμε, λένε όλοι με μια φωνή.

Ο ηγούμενος συνεχίζει:

- Πάτερ πες μου κάτι, σε παρακαλώ. Λες ότι μόνο μια ώρα λείπεις από εδώ. Ποιος ήταν ηγούμενος όταν έφυγες; Θυμάσαι;

- Ο αββάς Ιλαρίων.
- Εκκλησιαστικός ποιος ήταν;
- Ο αββάς Αμβρόσιος.
- Οικονόμος;
- Ο αββάς Κυριάκος.
- Βηματάρης;
- Ο αββάς Γερόντιος.

- Μεγάλο μυστήριο μας αποκαλύφθηκε σήμερα! αναφωνεί ο ηγούμενος. Φωνάξτε γρήγορα τον αρχειοφύλακα.

Μόλις έφτασε ο αρχειοφύλακας, ο ηγούμενος του ζήτησε να του πάει άμεσα τα βιβλία της μονής. Του είπε μάλιστα να ψάξει πολλά χρόνια πίσω, προκειμένου να βρει τα ονόματα που τους είχε αναφέρει ο νεωκόρος.

Ο αρχειοφύλακας πηγαίνει αμέσως και φέρνει τα αρχεία κι αρχίζει να ψάχνει ενώπιον όλων: πενήντα χρόνια πίσω… τα ονόματα που τους είχε πει ο μοναχός δεν υπήρχαν. Πάει εκατό χρόνια πίσω και πάλι τίποτε. Τα στοιχεία δεν ταίριαζαν. Διακόσια χρόνια, τριακόσια χρόνια, τίποτα! Πριν από τριακόσια πενήντα πέντε χρόνια όμως… Όλοι έμειναν εμβρόντητοι από την έκπληξη! Είδαν όλα τα ονόματα που τους είχε αναφέρει ο γέροντας μοναχός τριακόσια πενήντα πέντε χρόνια πριν!

- Πάτερ, πότε έφυγες από τη μονή;
- Πριν από μία με μιάμιση ώρα περίπου.
- Μήπως είχες ζητήσει κάτι από το Θεό και προσευχόσουν γι’ αυτό;

- Προσευχόμουν για πολύ καιρό –και διάβαζα μάλιστα και προσευχές στην Κυρία Θεοτόκο γι’ αυτό το σκοπό- να μου δείξει ο Σωτήρας πως είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό που είναι γραμμένο στο Ψαλτήριο ότι «χίλια έτη ενώπιόν σου, Κύριε, μοιάζουν σαν την ημέρα τη χθεσινή»!

- Να που ο Πανάγιος και Πανάγαθος Θεός εκπλήρωσε την επιθυμία της καρδιάς σου. Έζησες ένα πολύ μεγάλο μυστήριο, πάτερ! Από τη στιγμή που βγήκες από το μοναστήρι πέρασαν τριακόσια πενήντα πέντε ολόκληρα χρόνια! Και σένα σου φάνηκε ότι είχε περάσει μόνο μια ώρα.

Τη στιγμή εκείνη ο γέροντας έβαλε τα κλάματα.

- Βλέπεις, πάτερ, του λέει ο ηγούμενος, τι μεγάλο μυστήριο σου αποκάλυψε ο Θεός, επειδή προσευχόσουν με πίστη; Εάν τα 355 χρόνια που πέρασαν σου φάνηκαν σαν μια ώρα, το πιστεύεις τώρα ότι τα χίλια χρόνια είναι σαν μία ημέρα ενώπιον του Θεού;

- Το πιστεύω, πάτερ! Απάντησε κατασυγκινημένος εκείνος.

Τότε ο ηγούμενος ζήτησε από έναν ιερέα να βάλει γρήγορα τα ιερά άμφιά του και να κοινωνήσει τον γέροντα μοναχό επί τόπου.

Ο γέροντας κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων και με φωνή που έτρεμε από τη συγκίνηση ψέλλισε:

- Πατέρες, συγχωρέστε με. Το θείο αυτό μυστήριο που με αξίωσε ο Θεός να ζήσω έχει συγκλονίσει την ψυχή μου.

Εκείνη τη στιγμή το πρόσωπό του άρχισε να λάμπει σαν ήλιος. Κι αμέσως μετά κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο μέσα στην εκκλησία.

Και σίγουρα μετέβη στον παράδεισο, στα αιώνια αγαθά, που κανείς δεν είδε, ούτε και θα μπορούσε κανείς να περιγράψει, διότι ο Απόστολος Παύλος λέει: «Αυτά τα οποία μάτι ανθρώπου δεν είδε, αυτί κανένα δεν άκουσε και στην καρδιά του ανθρώπου δεν μπήκαν, όλα αυτά τα ετοίμασε ο Θεός για εκείνους που Τον αγαπούν».

Μακάρι να μας αξιώσει και εμάς ο Θεός να απολαύσουμε αυτά τα ουράνια αγαθά, δια των προσευχών της Πανάχραντης Μητρός Του και όλων των Αγίων Του.

Αμήν.

Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με !


anaplastiki.gr