Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

Οι Άγιοι 13 μάρτυρες της Καντάρας (†1231)

               Οι Άγιοι 13 μάρτυρες της Καντάρας (†1231)

Εικόνα
 
Το έτος 1228, έφθασαν στην Κύπρο, δύο ευσεβείς ασκητές, από ένα μοναστήρι του Καλού Όρους, που βρίσκεται στην Παμφυλία τους Μικράς Ασίας, και ονομάζονταν Ιωάννης και Κόνων. Ήρθαν στο νησί, έτοιμοι να θυσιάσουν τους εαυτούς τους μέχρι αίματος για την αληθινή ορθόδοξη πίστη, προβάλλοντας έτσι ένα λαμπρό παράδειγμα για τους Κυπρίους που περνούσαν δύσκολα χρόνια. Οι λατίνοι κατακτητές του νησιού, επέβαλλαν αφόρητες πιέσεις, βαριές φορολογίες και επεδίωκαν τον εκλατινισμό του νησιού και την υποταγή του στον Πάπα. Οι εκπρόσωποι τους Λατινικής Εκκλησίας ήθελαν να υποτάξουν την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Οι δύο μοναχοί, αφού έφθασαν στη Κύπρο, ανέβηκαν στην Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου του Μαχαιρά. Εκεί στο ησυχαστήριο τους Μονής συνέχιζαν τον πνευματικό τους αγώνα. Μετά από λίγες μέρες άφησαν το μοναστήρι του Μαχαιρά αναζητώντας κάποιον άλλο τόπο ησυχίας. Έφθασαν στη Μονή του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου στον Κουτσοβέντη για να καταλήξουν πλέον και να συνεχίσουν τους αγώνες στο Μοναστήρι τους Παναγίας τους Κανταριώτισσας, κοντά στο κάστρο τους Καντάρας.

Εκεί, λόγω τους ευσέβειας τους και της ασκητικής τους ζωής, προσέλκυαν όλο και πιο πολλούς μοναχούς, πράγμα που ανησύχησε τους Λατίνους και τους ώθησε να λάβουν δραστικά μέτρα. Ο Φράγκος Αρχιεπίσκοπος, ο οποίος με τη βία σφετερίστηκε το θρόνο και έδιωξε σε εξορία τον Άγιο Νικόλαο της Στέγης στην Σολέα που ήταν ο Ορθόδοξος ποιμένας της Κύπρου, στέλνει δύο αντιπροσώπους του, τον ιεροκήρυκα Ανδρέα και τον Ηλιέρμο για να εξετάσουν τι γινόταν στο Μοναστήρι τους Καντάρας. Οι μοναχοί, τους υποδέχονται με καλοσύνη, αποδίδοντας τους μάλιστα την αρμόζουσα τιμή. Ο ιεροκήρυκας Ανδρέας, μετά από τους ανακριτικές ερωτήσεις- από πού ήρθαν, πότε, με ποιο τρόπο κατοίκισαν στο μοναστήρι- άρχισε να τους ρωτά από το Άγιο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο, χωρίς να βρει κάποιο λάθος στις αποκρίσεις των πατέρων. Αφού είδε, άτι όλα τα ερμήνευαν σοφά και σωστά, τους υπέβαλε και το ερώτημα «και για εμάς που τελούμε την Θεία Λειτουργία με άζυμα, τι πιστεύετε;».

Οι 11 μοναχοί με θάρρος απάντησαν «Εμείς ακολουθούμε επακριβώς τα λόγια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού που είπε στο Μυστικό Δείπνο. Τελούμε την Θεία Λειτουργία που έχουμε παραλάβει από τον Κύριον, τους Αποστόλους και τους πατέρες της Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας με το άγιο μυστήριο της Θείας Κοινωνίας με ένζυμο άρτο. Όσον αφορά τώρα το δικό σας φρόνημα για τον άζυμο άρτο, δεν γνωρίζουμε, γιατί ούτε από τους κήρυκες του Χριστού, ούτε από τις άγιες και οικουμενικές συνόδους το παραλάβαμε. Γι' αυτό και όσοι τελούν τις ιερές μυσταγωγίες με άζυμο άρτο, ξεπέφτουν από την αλήθεια και παρερμηνεύουν τις γραφές». Μάλιστα για να αποδείξουν αυτοί οι άγιοι πατέρες την αλήθεια, πρότειναν στους Λατινόφρονες ιεροκήρυκες να τελέσουν δύο Θείες Λειτουργίες, οι μεν με ένζυμο άρτο και οι δε με άζυμο άρτο και μετά από το μυστήριο να μπουν και οι δύο παρατάξεις στην φωτιά, και όποιος μείνει απείραχτος και βγει χωρίς να πάθει καμιά βλάβη, τότε θα αποδείκνυε ποια Θεία Λειτουργία αγιάζει ο Θεός και αυτήν θα ακολουθούσαν.

Αυτά εκνεύρισαν τον ιεροκήρυκα του Πάπα, που άρχισε να τους κατηγορεί ως αιρετικούς και τους έδωσε αμέσως εντολή να κατεβούν στη Λευκωσία στο Φράγκο Αρχιεπίσκοπο για να του δώσουν απολογία για όσα είπαν, δίνοντας τους λίγες μέρες προθεσμία. Στο διάστημα αυτό, οι μοναχοί ετοιμάζονταν πνευματικά, με αγρυπνίες, προσευχές, νηστείες και συχνή κοινωνία των αχράντων μυστηρίων. Ξεκίνησαν έτσι οι μοναχοί να δώσουν την μαρτυρία τους στον Φράγκο Πάπα. Οι πιστοί έτρεχαν πλήθη να τους προϋπαντήσουν για να τους ενισχύσουν και να ενισχυθούν και οι ίδιοι, παίρνοντας την ευχή τους. Μαζί με τους τους 11 μοναχούς τους Παναγίας τους Κανταριώτισσας, ήρθαν και ενώθηκαν και άλλοι δύο μοναχοί από το Μοναστήρι του Μαχαιρά και έτσι γίνονται 13 μοναχοί στον αριθμό.

Παρουσιάζονται μπροστά στον Λατίνο αρχιερέα και η συζήτηση περί ενζύμου και άζυμου άρτου επαναλαμβάνεται. Οι 13 πατέρες μένουν ακλόνητοι στην πίστη τους, χωρίς να λογαριάσουν τις απειλές και τους φοβέρες που τους ανέγγελαν. Το μίσος και ο θυμός των Λατίνων, φτάνει στο αποκορύφωμα από την σταθερή ομολογία των πατέρων. Τότε ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος διέταξε τριετή φυλάκιση τους. Παρέμειναν λοιπόν στην φυλακή υπομένοντας κάθε κακουχία, θλίψη και ταλαιπωρία. Μετέτρεψαν την δυσώδη φυλακή σε πνευματικό εργαστήριο, όπου ανέπεμπαν «ως μύρον ευωδίας πνευματικής» προσευχές, δεήσεις και ψαλμωδίες. Στην διάρκεια της φυλάκισής τους, ένας απ' αυτούς κοιμήθηκε εν Κυρίω από τις ταλαιπωρίες της σκληρής φυλακής. Το όνομα του ήταν Θεόγνωστος.

Τότε προβλέποντας τον βέβαιο θάνατο και οι υπόλοιποι, απεφάσισαν και χειροθετήθηκαν από τον ηγούμενο της Μονής της Παναγίας της Κανταριώτισσας Ιωάννη και τον Κόνωνα αλλά και από τον Ιερεμία, και πήραν το Μέγα αγγελικό σχήμα των μεγαλόσχημων Μοναχών και πήραν τα εξής ονόματα: Μάρκος, Θεόκτιστος, Κύριλλος, Βαρνάβας, Μάξιμος, Ιωσήφ, Γερμανός, Γεράσιμος και Γεννάδιος. Για πολλοστή φορά οδηγούνται μπροστά στο βήμα του Φράγκου αρχιερέα, αλλά η πίστη και η γνώμη τους δεν αλλάζει. Οι Λατίνοι, εξοργισμένοι από την στάση τους, καταδικάζουν τους 12 σε θάνατο. Οι μοναχοί τότε προσεύχονται με υψωμένα τα χέρια στο Θεό, να τους δυναμώσει μέχρι τέλους.

Στις 19 Μαΐου του 1231, αφού τους έδεσαν πίσω από άλογα, τους έσυραν δια μέσου του ποταμού Πεδιαίου, πάνω από πέτρες και στη συνέχεια, μισοπεθαμένοι καθώς ήταν, τους έριξαν στη φωτιά «Και έτσι ετελειώθησαν οι καλλίνικοι του Χριστού μάρτυρες ...».

http://www.agiosarsenios.org/?page_id=61


* Οι δεκατρείς αυτοί Άγιοι μοναχοί έφυγαν από το Άγιον Όρος από άγνωστη αιτία, για να συνεχίσουν τους ασκητικούς αγώνες τους στην Κύπρο.




Ἡ φοβερή πλάνη τοῦ ἱδίου θελήματος

               Ἡ φοβερή πλάνη τοῦ ἱδίου θελήματος


άγιον όρος μοναχός
 
 
Στα ησυχαστήρια των Κατουνακίων, προς τη θάλασσα έμενε ενάρετος Γέροντας, με έναν επίσης ευλαβέστατο υποτακτικό, ό όποιος στην αρχή έκανε υπακοή, άλλα με μια μικρή δώσει υποκρισίας. Ή υποκρισία του έφερε ψευτοταπείνωσι, και ενώ στην αρχή, όπως είπαμε, πράγματι υποτάζονταν στο θέλημα του Γέροντα του και του Πνευματικού του και ήταν πράος και ήσυχος, με τον καιρό όμως, επειδή δεν είχε ειλικρίνεια, άρχισε να κάνει κρυφά το θέλημα του.
Όπως μου διηγήθηκαν Πατέρες της ερήμου αυτής, το όνομα του Γέροντα του δεν ενθυμούνται, άλλα πολύ καλά ενθυμούνται, πώς ό Μοναχός αυτός, πνευματικό είχε τον ξακουστό και ενάρετο Παπα – Γρηγόρη, ό όποιος ησύχαζε στη Μικρή Άγιάννα, στην Καλύβα «Κοίμησης της Θεοτόκου», πού είναι στο ψηλότερο μέρος.
 
Στους δοκίμους και αρχαρίους Μοναχούς, από τον Πνευματικό έξομολόγο, σύμφωνα με τη δύναμη του καθενός, δίδεται ανάλογος Κανόνας προσευχής και νηστείας.Συνήθως στην αρχή ορίζονται 50 γονυκλισίες—Μετάνοιες— και έξι κομβοσχοίνια. Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή μονοφαγία, δηλαδή μια φορά την ήμερα φαγητό χωρίς λάδι ή τίποτε το λιπαρό. Αν ό οργανισμός αντέχει, με την πάροδο του χρόνου, αυξάνει ό Κανόνας της προσευχής και της νηστείας. Οι Μετάνοιες γίνονται 100 και 10 κομβοσχοίνια την ήμερα και δυο φορές την εβδομάδα απόλυτη ξηροφαγία ή τέλεια νηστεία.
 
Όταν γίνει Μοναχός μεγαλόσχημος, οι μετάνοιες γίνονται 300 και τα κομβοσχοίνια 15 την ήμερα, ανάλογα γίνεται και με την νηστεία. Αυτή ή προσευχή πού κάνει ό κάθε αδελφός μόνος του είναι ό καθορισμένος Κανόνας, ό όποιος θα πρέπει να γίνεται, εκτός από τις καθιερωμένες κοινές προσευχές με όλους τους αδελφούς, δηλαδή την προσευχή του Εσπερινού, του Μεσονυκτικού, του Όρθρου, των Ωρών, της θείας Λειτουργίας, των Τυπικών και του Απόδειπνου, ή οποία είναι κοινή για όλους τους αδελφούς και υποχρεωτική, εκτός ασθενείας ή αναγκαιας υπηρεσίας —διακονήματος— το όποιο θα διακρίνει και θα καθορίζει ό Γέροντας ή ό ηγούμενος και ό Πνευματικός.
 
Έκτος, λοιπόν, άπ’ αυτά, που είναι καθορισμένα και συνεχίζονται από την ιερή Παράδοση, ότι άλλο κάνει ιδιαίτερο ό Μοναχός, χωρίς την άδεια ή ευλογία από το Γέροντα του ή τον Πνευματικό του, αυτό λογίζεται θέλημα κι όταν μάλιστα γίνεται κρυφά είναι αμαρτία μεγάλη. Ό υποτακτικός αυτός, πού το όνομά του, καθώς με βεβαίωσαν ήταν «Σπυρίδων» είχε πολλά χρόνια στην Καλογερική και στην υπακοή, πού στην αρχή ακολουθούσε τη σειρά των Πατέρων, αλλά σιγά ,σιγά τον πλάνεψε ό διάβολος κι άρχισε να κάνει κρυφά νηστείες και προσευχές περισσότερες άπ’ εκείνες πού του είχαν ορίσει.
 
Από το θέλημα αυτό, αισθάνονταν μέσα του ικανοποίηση και άρχισε να πιστεύει, πώς αυτός έβαλε κάποια καλύτερη σειρά, άπ’ εκείνη πού είχανε οι άλλοι Πατέρες. Νήστευε πιο πολύ και έτσι λίγο – λίγο χωρίς να το καταλάβει έπεσε σε υπερηφάνεια κι είχε τον εαυτό του σε υπόληψη και τους άλλους θεωρούσε κατώτερους του, στην αρετή και σ’ όλα τ’ άλλα, πώς δεν τον έφτανε στην αρετή, ούτε αυτός ό Γέροντας του. Τον δε Πνευματικό του θεωρούσε στενοκέφαλο, όπως και ό ίδιος διηγόταν αργότερα, στους Πατέρες, μετά το πάθημα του.
 
Πνευματικός του ήταν ό Παπα – Γρηγόρης, πού με τα καλογέρια του, Κοσμά και Δαμιανό τους Μοναχούς, έμενε στην «Κοίμηση της Θεοτόκου», όπως είπαμε, στη Μικρή Άγιάννα.
 
ΚΑΛΟΣΤΗΜΕΝΗ ΠΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ
 
Μια νύχτα του Γενάρη, τα μεσάνυχτα χτύπησαν την πόρτα του δωματίου του, αφού είπαν δυο λέξεις μόνον από το «Δι’ ευχών».
 
Ό Μοναχός Σπυρίδων άνοιξε την πόρτα και βλέπει μπροστά του έναν Άγγελο. Μόλις τον είδε ταράχτηκε τόσο πού δεν ήξερε τι να ειπεί, μόνον έτριβε τα μάτια του και του φάνηκε ο Άγγελος πολύ κόκκινος.
 
Ό φαινόμενος Άγγελος, δεν του έδωκε καιρό να σκεφθεί, άρχισε να του λέει επαίνους και κολακείες: «— Αδελφέ, ό Θεός δέχτηκε τις προσευχές σου και τις νηστείες σου, σα θυμίαμα και επειδή ευχαριστήθηκε πολύ από αυτά πού κάνεις, από τον εαυτό σου και την προαίρεση σου, με έστειλε να σε πάρω νάρθεις ν’ ανέβουμε μαζί στην κορυφή του Άθωνα, και κείνος θα κατέβει με όλους τους αγίους, για να τον προσκυνήσεις, να πάρεις θάρρος και δύναμη, για να κάνεις μεγαλύτερες και περισσότερες αρετές. Εμπρός να φύγουμε, έχω εντολή να σε πάρω αμέσως, γιατί δεν έχουμε πολύ χρόνο στη διάθεση μας, ό Δεσπότης Χριστός θα είναι στο θρόνο να τον προσκυνήσεις και θα σου δώσει πολλά χαρίσματα». Ό Μοναχός Σπυρίδων, από τη φαντασία και την υπερηφάνεια σκοτισμένος, δε σκέφτηκε ούτε μια φορά να ειπεί την προσευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με» ή καν να κάνει έστω και μια φορά το σταυρό του, χωρίς να σκεφθεί τίποτε το πονηρό, ακολούθησε τον φαινόμενο Άγγελο και πήραν τον ανήφορο να πάνε στην κορυφή του Άθωνα από τα Κατουνάκια, μες την καρδιά του χειμώνα. Ό δρόμος ήταν καλυμμένος με πολλά χιόνια, πολλές φορές ό Μοναχός βούλιαζε μέχρι τη μέση στα χιόνια, παραπονιόταν πώς κουράστηκε, κι έλεγε να καθίσουν λίγο, αλλά ό φαινόμενος Άγγελος του απαντούσε: «Κάνε κουράγιο, αδελφέ, δεν είδες ότι τα καλά έργα «κόποις κτώνται και μόχθοις κατωρθούνται λίγο ακόμη φθάνουμε».
 
Ό Μοναχός άλλου έπεφτε κι άλλου σηκωνότανε, με πολλή ταλαιπωρία και κόπο, σε τρεις ώρες φτάσανε επί τέλους στην κορυφή !
 
Ό φαινόμενος Άγγελος όλος χαρά, λέγει στο Μοναχό Σπυρίδωνα: Κοίταξε άββά προς τα εκεί. Ό Μοναχός σαστισμένος από την πολλή κούραση, γύρισε προς τα δυτικά της Κορυφής και είδε μέσα σε ένα μεγάλο στρογγυλό δίσκο πού είχε πολύ φως κόκκινο σα φωτιά, στη μέση φαινότανε σαν το Δεσπότη Χριστό φορεμένο αρχιερατικά άμφια, να κάθεται σε θρόνο, γύρω – γύρω να είναι Άγγελοι. Μετά βλέπει να έρχονται κύματα – κύματα οι άγιοι σε Τάγματα. Τότε άρχισε να διακρίνει, πώς ερχόντουσαν τα διάφορα Τάγματα των Αγγέλων, των Αποστόλων, των Όσίων, των Ιεραρχών και των Δικαιων ανδρών και γυναικών, ακριβώς όπως παριστάνονται στην εικόνα των Αγίων Πάντων.
 
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΠΛΑΝΗΣ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ
 
Από τους ιεράρχες, μπροστά – μπροστά φαινόταν να έρχεται ό Άγιος Σπυρίδων, τότε ό φαινόμενος Άγγελος προστακτικά είπε στο μοναχό Σπυρίδωνα: «τι κάθεσαι και βλέπεις σα χαζός και κοιτάς έτσι περίεργα; Δε βλέπεις το Δεσπότη Χριστό πού σε περιμένει; Πήγαινε σύντομα να τον προσκυνήσεις».
 
Ό Μοναχός Σπυρίδων, επηρεασμένος από τη φαντασία της υπερηφάνειας, φούσκωνε πιο πολύ σαν το Παγώνι και προχώρησε λίγο, αλλά σιγά – σιγά πήγαινε με δισταγμό κάπως, σαν να του έλεγε κάτι από μέσα του, μην προχωρείς άλλο! τι να ήταν άραγε ; Να ήταν ή φωνή της συνειδήσεως ή ό φύλακας Άγγελος του; Σε μια στιγμή, ό πάτερ Σπυρίδων, πρόσεξε τον Άγιο Σπυρίδωνα, πού ερχότανε μπροστά, πώς στο κεφάλι του φορούσε ένα μεγάλο σκούφο, πού, το ύψος του έφτανε το ένα μέτρο. Τον άγιο Σπυρίδωνα, επειδή έφερε το όνομά του, σαν προστάτη του, τον είχε περισσότερη ευλάβεια και σεβασμό και επειδή συνήθως οι αγιογράφοι στις εικόνες, τον Άγιο Σπυρίδωνα, τον παριστάνουν αντίθετα από εκείνο πού αυτός έβλεπε, με πολύ μικρή σκούφια, ό πάτερ Σπυρίδων, παραξενεύτηκε βλέποντας τόσο μεγάλη και ψηλή σκούφια να φορεί ό άγιος του και κάνοντας το σταυρό του είπε φωναχτά: «Κύριε ελέησον, ό άγιος μου Σπυρίδωνας να έχει τόσο μεγάλη σκούφια, πολύ περίεργο πράγμα! !»
 
Μόλις έκαμε το σημείο του σταυρού, χάθηκαν όλα τα φαινόμενα και οι απάτες του Σατανά έγιναν άφαντες, αλλά ό ίδιος, είδε πώς βρισκότανε στο χείλος του γκρεμού, ευτυχώς το ένα πόδι ήταν βουλιαγμένο στο χιόνι και το άλλο πού είχε σηκωμένο, γιο: να προχωρήσει, βρίσκονταν στο κενό, δηλαδή δεν είχε μέρος να το πατήσει, γιατί αν έκανε μισό βήμα ακόμη, θα έπεφτε στο κενό πού είναι περισσότερο από χίλια μέτρα βάθος. Τον λυπήθηκε όμως ό Θεός, γιατί αντί να πέσει μπροστά, έγειρε προς τα πίσω και έμεινε εκεί από το φόβο και τη φρίκη πού δοκίμασε περισσότερο από τρεις ώρες λιπόθυμος και συνήλθε σαν πήρε για καλά ή ήμερα και, τον ζέστανε ό ήλιος.
 
Ο ΘΕΟΣ ΑΓΑΠΑΕΙ ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΧΑΡΙΖΕΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑ
 
Πήρε το δρόμο του γυρισμού, άλλα τα πόδια κι όλο το σώμα πονούσαν φρικτά και έτρεμαν από το φόβο και την υπερβολική νηστεία. Ταλαιπωρημένος όπως ήταν, έκαμε 12 ολόκληρες ώρες να κατέβει από τον Άθωνα και με πολύ κόπο πήγε στο ησυχαστήριο, κτύπησε την πόρτα του Γέροντα του, άνοιξε και τον βρήκε να προσεύχεται με δάκρυα στα μάτια και να παρακαλεί το Θεό.
στην ερώτηση τι του συνέβη, ό Πάτερ Σπυρίδων, αντί απαντήσεως έπεσε στα πόδια του Γέροντα του, και διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια το φρικτό πάθημα του και την απάτη πού του έκαναν οι Δαίμονες.
 
Ό Γέροντας του, απλός και ενάρετος άνθρωπος, ζήτησε να μάθει την αίτια και αφού έμαθε τα κρυφά θελήματα, τις επί πλέον προσευχές, νηστείες και γονυκλισίες, του έδωκε επιτίμιο και αυστηρό κανόνα και εν συνεχεία τον έστειλε στον Πνευματικό του Παπα – Γρηγόρη, ό όποιος με τη σειρά του, επειδή ό πάτερ Σπυρίδων, πίστεψε στις φαντασίες του Σατανά και τον ακολούθησε, χωρίς να ρωτήσει το Γέροντα του ή καν να κάνει το σταυρό του, κίνησε και πήγε στο άγνωστο, τον έπετίμησε και τον τιμώρησε επί τρία χρόνια να μη κοινωνήσει τα Άχραντα Μυστήρια, το Σώμα και Αίμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Του επέβαλε αποκλεισμό από την κοινή προσευχή και υποχρεωτικά, για τις κρυφές νηστείες πού έκανε με το θέλημα του, θα κατέλυε κάθε μέρα αρτύσιμοι τροφή και για να του ταπεινώσει το φρόνημα, τον έστειλε στο ιερό Κοινόβιο της Μονής του αγίου Διονυσίου, πού ήταν ένα από τα αυστηρότερα Μοναστήρια, να πλένει υποχρεωτικά τα πιάτα στο μαγειρείο του Κοινοβίου και να λέγει αύτη την προσευχή συνέχεια: «ελέησον με ό Θεός το βδέλυγμα».
 
Τρία χρόνια έμεινε στον κανόνα αυτό στο Μοναστήρι του Διονυσίου και μετά γύρισε και πάλι στο Γέροντα του, ό όποιος με χαρά τον δέχτηκε μετανοημένο και διορθωμένο.
 
Ό αδελφός Σπυρίδων, έλεγε το πάθημα του αυτό, σ’ όλους τους Πατέρες, τους οποίους παρακαλούσε να προσεύχονται και γι’ αυτόν. Σ’ όλη δε τη ζωή του, δεν έλειψαν ποτέ τα δάκρυα από τα μάτια του. Για την υπακοή του δε αυτή, πού ακολούθησε κατά γράμμα τον κανόνα του Γέροντα και του Πνευματικού -του, τον αξίωσε ό Θεός να αποκτήσει ταπείνωση πλέον αληθινή και όχι ψεύτικη και να τελειωθεί με μετάνοια και καθαρή εξομολόγηση, γενόμενος υπόδειγμα κάλου υποτακτικού και τέλειου Μονάχου.
 
Ο ΘΕΟΣ ΔΕ ΔΕΧΕΤΑΙ ΓΙΑ ΑΡΕΤΕΣ ΤΑ ΚΡΥΦΑ ΘΕΛΗΜΑΤΑ
 
Λίγα χρόνια μετά από το συμβάν αυτό, σε μια από τις ησυχαστικές Καλύβες στα Κατουνάκια, ασκήτευε ένας Ιερομόναχος σαν υποτακτικός σε έναν ευλαβέστατο και διακριτικό Γέροντα Σεραφείμ.
 
Ό υποτακτικός νέος Ιερεύς τότε, με πολλή προθυμία και ευλάβεια στα πνευματικά καθήκοντα, από τον μισόκαλο διάβολο παρακινούμενος, έκανε κρυφά προσευχές και νηστείες, χωρίς να έχει τη γνώμη και συγκατάθεση του Γέροντα του.
 
Πέρασαν αρκετά χρόνια, με τη νοθευμένη, από το θέλημα του, αύτη ευλάβεια, πού του έδωσε και μια ψευτοταπείνωσι στα μάτια των άλλων αδελφών να φαίνεται αγαθός και άκακος.
Μια βραδιά τα μεσάνυχτα, όπως έκανε την κρυφή προσευχή του αυτή, βλέπει στη γωνιά της οροφής του Κελιού του, να κατεβαίνει από το ταβάνι ένας κατακόκκινος άγγελος πού έμοιαζε σαν φωτιά (παίρνει ό Σατανάς το σχήμα του αγγέλου, αλλά το διακριτικό πού τον ξεχωρίζει από τον πραγματικό άγγελο είναι πώς φαίνεται κατακόκκινος σα φωτιά και φέρνει ταραχή και φρίκη στην ψυχή εκείνου πού τον βλέπει), ό όποιος αφού κατέβηκε δήθεν από τον ουρανό χωρίς να πιάνεται από πουθενά, για να κατέβει στο δωμάτιο του αδελφού, πιανότανε από τα ξυλοπάταρα του ταβανιού, όπως έχουν εκεί τα παλιά σπίτια και Καλύβια, πιανότανε λοιπόν ό φαινόμενος άγγελος για να μην πέσει στο κενό.
 
Ό Ιερομόναχος όταν τον είδε τρόμαξε και άρχισε με το δεξί του χέρι να σταυρώνει τον αέρα και να φωνάζει: «Κύριος επιτίμησε σε διάβολε, φύγε από το δωμάτιο μου καταραμένε» και συνέχιζε να σταυρώνει.
 
Ό φαινόμενος άγγελος όμως δεν έφευγε, άλλα με κολακευτικό τρόπο, του έλεγε: «Αδελφέ, μην ενοχλείσαι από την παρουσία μου, γιατί μ’ έστειλε ό Θεός να σου ειπώ, πώς δέχτηκε τις προσευχές σου και τις νηστείες σου, ευχαριστήθηκε πολύ άπ’ αυτές και θα σου δώσει πολλά χαρίσματα».
 
Ό Ιερομόναχος υστέρα άπ’ αυτά άρχισε να υποχωρεί και να παίρνει θάρρος, άλλ’ ό φανείς άγγελος έγινε άφαντος, αφού συνέχιζε να σταυρώνει τον αέρα και επειδή έδωκε βάση κάπως σ’ αυτά πού άκουσε, φαίνεται πίστεψε στα κολακευτικά λόγια του Σατανά, διότι άρχισε από μέσα του να φουσκώνει από εγωισμό και δεν είπε σε κανέναν τίποτε.
 
Δεν πέρασαν όμως ούτε 15 ήμερες και επειδή δεν φανέρωσε σε κανέναν τη σατανική παγίδα, ό δαίμονας πείραξε τον Ιερομόναχο με πολύ σκληρό σαρκικό πόλεμο, τόσο πού δεν έβρισκε ησυχία μέρα – νύχτα επί σαράντα ή μερόνυχτα. Τότε εξαναγκάστηκε να το εξομολογηθεί στο Γέροντα του και στο πνευματικό του, Παπα – Συμεών, ό όποιος ήταν καλός και διακριτικός, τον κανόνισε περισσότερο για την απόκρυψη των κρυφών αυτών ενεργειών του και του επέβαλε αυστηρή τιμωρία.
 
Στην αρχή του επέβαλε, να εξευτελίζει τον εαυτό του ενώπιον όλων των Πατέρων και να λογαριάζει πώς είναι ό αμαρτωλότερος άνθρωπος της γης. Σε συνέχεια του λοιπού δε θα κάνει τίποτε χωρίς τη γνώμη και γνώση του Γέροντα και του Πνευματικού, δε θα κάνει ούτε προσευχή πέραν της κεκανονισμένης ούτε θα λειτουργήσει επί αρκετό χρονικό διάστημα.
 
Έτσι αφού εξομολογηθεί και ταπεινώθηκε ζητώντας συγχώρεση από το Θεό και τους ανθρώπους, άρχισε να υποχωρεί ό σαρκικός πόλεμος, ό οποίος κυρίως τρέφεται με τον εγωισμό, την πολυφαγία και τη φαντασία των αισχρών λογισμών και πραγμάτων, και ανάλογα ό άνθρωπος γίνεται θύμα του πολέμου ή νικητής και στεφανώνεται από τον αγωνοθέτη Δεσπότη Χριστό, πού βραβεύει τις καλές μας πράξεις και τιμωρεί τίς κακές και κρυφές ενέργειες μας.
Εις δε τους ανθρώπους που επιμένουν να κάνουν το θέλημα τους αυτά και χειρότερα παραχωρεί ό Πανάγαθος θεός, πού θέλει με κάθε τρόπο να μας σώσει και να μας παραλάβει καθαρούς και αγνούς στη βασιλεία των ουρανών, όπως έγινε με τον εν λόγω ιερομόναχο, πού για παραδειγματισμό όλων ημών παραχώρησε να πάθει αυτά για να προσέχομε εμείς.
  
Πηγή΄  http://www.diakonima.gr

Η ελπίδα

                                                   Η ελπίδα

Όσοι έχουν σταθερή ελπίδα προς τον θεό πλησιάζουν κοντά Του και φωτίζονται με τη λάμψη του αιωνίου φωτός.
Ο άνθρωπος, που για την αγάπη του Θεού δεν μεριμνά για τον εαυτό του, έχει ελπίδα αληθινή. Πιστεύει ότι μεριμνά γι’αυτόν ο Θεός. Αν όμως στηρίζει την ελπίδα του στα έργα του και καταφεύγει στον Θεό μόνο όταν συναντά απρόοπτες δυσκολίες τις οποίες δεν μπορεί να αντιμετωπίσει με τις δικές του δυνάμεις, τότε μια τέτοια ελπίδα είναι μάταια και ψεύτικη. Όποιος έχει την αληθινή ελπίδα ζητεί μόνο τη βασιλεία του Θεού. Όσο για τα απαραίτητα αγαθά της πρόσκαιρης ζωής είναι σίγουρος πως θα του δοθούν.
Αν στην καρδιά δεν υπάρχει τέτοια ελπίδα δεν είναι δυνατόν να υπάρχει και η ειρήνη. Η ελπίδα είναι εκείνη που δίνει χαρά και ειρήνη στην καρδιά. Γι’ αυτή την ελπίδα είπε ο Κύριος: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφωρτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς (Ματθ, ια΄ 28). Ελπίζετε δηλαδή σ’ εμένα, κι εγώ θα σας ανακουφίσω από τους κόπους και τους φόβους σας.

Αγ. Σεραφείμ του Σάρωφ

Η ΘΕΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

                                          Η ΘΕΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ


«Ποιός αγνοεί εκείνες τις αναβάσεις που ανέβηκε ο Μωυσής και ποτέ δεν σταματούσε στην πορεία προς το καλύτερο; Όμως ο εξαίρετος αυτός άνδρας είναι αχόρταστος στην επιθυμία του περισσότερου και ικετεύει να μπορέσει να δει κατά πρόσωπο τον Θεό, αν και αξιώθηκε να συνομιλήσει μαζί Του κατά πρόσωπο.
Όμως ούτε το ότι μίλησε σαν φίλος με τον Θεό, ούτε το ότι κουβέντιασε μαζί Του στόμα με στόμα τον σταματά από το να επιθυμεί τα ανώτερα. Αλλά λέγει, εάν βρήκα χάρη μπροστά Σου, φανέρωσέ μου τον εαυτό Σου για να μπορέσω να Σε γνωρίσω. Και αυτός που υποσχέθηκε να κάνει τη χάρη που του ζήτησε και του είπε «ἔγνων σε παρά πάντας», τον προσπερνάει επάνω στον θείο τόπο «ἐν τῇ πέτρᾳ», σκεπάζοντάς τον με το θείο χέρι, ώστε ύστερα απ' την πάροδό Του να δει μόνο τα νώτα του Θεού.
Με τα λόγια αυτά νομίζω πως μας διδάσκει η Αγία Γραφή, ότι αυτός που επιθυμεί να δει τον Θεό βλέπει το ποθούμενο με το να Τον ακολουθεί πάντοτε και ότι η θέα του θεϊκού προσώπου είναι ασταμάτητη πορεία προς Αυτόν, που θα το κατορθώσουμε, όταν ακολουθούμε τον Λόγο»

Άγ. Γρηγόριος Νύσσης


ΑΚΥΡΑ TA ΜΥΣΤΗΡΙΑ TΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ

               ΑΚΥΡΑ TA ΜΥΣΤΗΡΙΑ TΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ

Τα μυστήρια των κεκριμένων αιρετικών θείαν Χάριν ούκ έχουσιν, αλλ' είναι άκυρα και ανύπαρκτα.
Διό ο ΜΣΤ΄ Αποστολικός Κανών προστάσσει <<καθαιρείσθαι>> τον <<επίσκοπον ή πρεσβύτερον αιρετικών δεξαμένους βάπτισμα ή θυσίαν>>. <<Τίς γάρ συμφώνησις Χριστώ πρός Βελίαρ; ή τίς μερίς πιστώ μετά απίστου;>> (ΜΣΤ΄ Αποστολικού Κανόνος). Αιρετικοί ενταύθα νοούνται οι εκκλησιαστικώς κριθέντες και αποκηρυχθέντες. <<Αιρετικούς δέ λέγομεν>>, επεξηγεί η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος, <<τούς τε πάλαι (υπό) της Εκκλησίας αποκηρυχθέντας και τους μετά ταύτα ύφ' ημών αναθεματισθέντας>> (ΣΤ΄ Κανόνος Β΄ Οικουμενικής Συνόδου).
Το αυτό έπραξεν και η έν Καρχηδόνι Σύνοδος του μέσου του τρίτου αιώνος, ήτοι των περί τον άγιον Κυπριανόν επισκόπων. Διά του μοναδικού ταύτης Κανόνος ώρισεν, ότι τα υπό των αιρετικών και σχισματικών <<γινόμενα>> μυστήρια, <<ψευδή και κενά υπάρχοντα, πάντα εστίν αδόκιμα>> (Κανόνος έν Καρχηδόνι Συνόδου).
Βάση του ανωτέρου Κανόνος της έν Καρχηδόνι Συνόδου, ανεβαπτίζοντο οι κεκριμένοι αιρετικοί και σχισματικοί, ή το <<αποβλάστημα>> τούτων (ΜΖ΄ Κανόνος Μ. Βασιλείου), ήτοι οι εξ' αυτών προελθόντες. <<Ημείς>> <<αναβαπτίζομεν τοιούτους>> λέγει ο Μ. Βασίλειος (ΜΖ΄ Κανόνος Μ. Βασιλείου).

ΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΑΙ ΣΥΝΟΔΟΙ

Η ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδος επεκύρωσε <<τον υπό Κυπριανού>> <<και της κατ' αυτόν Συνόδου>> της Καρχηδόνος <<εκτεθέντα Κανόνα>>, αλλά μετά διαφοράς.
Η Οικουμενική Σύνοδος είπεν, ότι <<το παραδοθέν αυτοίς έθος>> του αναβαπτισμού των επιστρεφόντων αιρετικών, ώς τοπικόν, <<μόνον>> παρ' αυτοίς, ηγούν τοίς επισκόποις Καρχηδόνος <<εκράτησεν>> (Β΄ Κανόνος ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου). Η ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος, εκτός του αναβαπτισμού, εδέχθη και την διά Χρίσματος και αναθεματισμού της αιρέσεως αποδοχήν των κεκριμένων αιρετικών και σχισματικών (95ου Κανόνος ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου), ώς έπραξε και η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος (Ζ΄ Κανόνος Β΄ Οικουμενικής Συνόδου). Συμφωνεί δέ είς τούτο και ο Μ. Βασίλειος (Α΄ Κανόνος Μ. Βασιλείου).
Ταύτα δηλούσιν, ότι ο Κανών της έν Καρχηδόνι Συνόδου έν τοίς τόποις εκείνοις κατά το παραδωθέν αυτοίς (τοίς επισκόποις) έθος εκράτησεν. Εντεύθεν ούν δείκνυται, ότι και αρχήθεν ού παρά πάσιν ήν ενεργών ο Κανών (Ζωναρά, PG. 137, 1105), ώς πρός την αναβάπτισιν των αιρετικών και σχισματικών. Και ότι, ώς πρός τούτο, < <ούκ εδέχθη (δεν εγένετο δεκτός) ο παρών Κανών παρά <<των αγίων Πατέρων>> των Οικουμενικών Συνόδων (Ζωναρά, PG. 137, 1104).
Κατά ταύτα, αί Οικουμενικαί Σύνοδοι κηρύσσουσιν άκυρα τα μυστήρια των κεκριμένων αιρετικών. Δέχονται όμως οικονομικώς τον τύπον του βαπτίσματος τούτων διά τους επιστρέφοντας είς την ορθοδοξίαν, εφ' όσον ούτος ετελέσθη ορθώς.

ΜΗ ΑΚΥΡΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ

Τα μυστήρια των μή κεκριμένων εισέτι αιρετικών και σχισματικών δεν θεωρούνται άκυρα. Τούτο μαρτυρούσιν η πράξις και ο λόγος της Ορθοδοξίας.
Ο άγιος Μελέτιος Αντιοχείας εχειροτονήθη παρά των τότε <<καινών αιρετικών>> (Επιφανίου Κύπρου, PG. 42, 429) αρειανών. Μερίς δέ των έν Αντιοχεία Ορθοδόξων δεν εδέχετο την μετ' αυτού κοινωνίαν <<ένεκεν>> <<κανονικών πραγμάτων>> (Επιφανίου Κύπρου, PG. 42, 468). Και όμως, ούτος εβάπτισεν τον άγιον Ιωάννην τον Χρυσόστομον (Βίος Ι. Χρυσοστόμου έν επιτομή, PG. 47 LXXXVII) και εχρημάτισεν πρόεδρος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, θανών κατά την διάρκειαν των εργασιών ταύτης. Τότε ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης εξύμνησε τον Μελέτιον ώς νέον Απόστολον και <<ομότροπον>> <<αθλητήν>> των αγίων (Γρηγορίου Νύσσης, PG. 46, 852). Η δέ Ορθόδοξος Εκκλησία τιμά τούτον ώς άγιον την 12ην Φεβρουαρίου μηνός ( Ωρολόγιον το Μέγα). Ομοίως και ο άγιος Ανατόλιος <<υπό Διοσκόρου του δυσσεβούς κεχειροτόνητο (έχει χειροτονηθεί) παρόντος και Ευτυχούς>> του αιρεσιάρχου (Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1042). Εχειροτόνησε δέ τον Ανατόλιον ο Διόσκορος, ότε δεν είχε καθαιρεθεί εισέτι, ήτοι μετά την έν Εφέσω ληστρικήν Σύνοδον και πρό της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ήτις καθήρεσε και τον Διόσκορο και τον Ευτυχή (Θ.Η.Ε. τ. 2, σ. 642). Και τότε εξεδηλώθη έν Κωνσταντινουπόλει αντίδρασις κατά της χειροτονίας ταύτης (Αυτόθι και Μ. 6, 44). Άλλ' όμως η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος εδέχθη τον Ανατόλιον ώς έξαρχον αυτής (Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 6, 565). Η δέ Ορθόδοξος Εκκλησία τιμά και τούτον ώς άγιον την 3ην Ιουλίου μηνός.
Προσέτι, <<και οι πλείους (περισσότεροι) των έν Έκτη Αγία>> Οικουμενική <<Συνόδω συνεδρευσάντων>> επισκόπων υπό αιρετικών εχειροτονήθησαν. Και μάλιστα <<υπό Σεργίου, Πύρρου, Παύλου, Πέτρου εκεχειροτονήντο (είχον χειροτονηθεί), των καθηγητών (αρχηγών) της αιρέσεως των μονοθελητών>>. <<Επί πεντήκοντα γάρ ενιαυτούς το τηνικαύτα (τότε) η αίρεσις διήρκεσε>>. Και ούτοι <<οι της Έκτης Συνόδου Πατέρες αυτούς τους τέσσαρας>> αιρεσιάρχας <<ανεθεμάτισαν, καίπερ χειροτονία αυτών όντες>>. (Ταρασίου, Προέδρου της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1047). Δηλαδή, άν και ήσαν κεχειροτονημένοι παρ' αυτών, ούς ανεθεμάτισαν. Τότε γάρ εκρίθη συνοδικώς η δυσσεβής αίρεσις του Μονοθελητισμού.
Επί πλέον, και έν τη Ζ΄ Οικουμενική Συνόδω, ήτις κατέκρινε την εικονομαχικήν αίρεσιν, εγένεντο δεκτοί εικονομάχοι επίσκοποι. Έκ τούτων τινές ωμολόγησαν, ότι <<έν ταύτη τη αιρέσει ημών γεννηθέντες ανετράφημεν και ηυξήθημεν>> (Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1031). Συνεπώς και εβαπτίσθησαν και εχειροτόνησαν και πάντα τα λοιπά εποίησαν.
Ταύτα έπραξαν αί Οικουμενικαί Σύνοδοι της Ορθοδοξίας, καθ' ότι τα μυστήρια των μή κεκριμένων εισέτι αιρετικών δεν λογίζονται άκυρα. Τούτο απεφάνθη η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος, λέγουσα διά του Προέδρου αυτής αγίου Ταρασίου <<έκ του Θεού έστιν η χειροτονία>> αυτών (Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1042).

ΖΗΤΗΜΑ ΣΥΝΟΔΙΚΩΣ ΛΕΛΥΜΕΝΟΝ

Το ζήτημα της εγκυρότητος των μυστηρίων των μή κεκριμένων αιρετικών συνεζητήθει έν τη Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδω και ελύθην παρ΄ αυτής έν Πνεύματι Αγίω.
Η Οικουμενική αύτη Σύνοδος ανέγνωσε και διεσαφήνισε τάς σχετικάς <<κανονικάς διατάξεις και τα συνοδικά παραγγέλματα και των αγίων Πατέρων την ακρίβειαν>>. Και απέδειξεν, ότι <<πάντες ομοφρόνως τους προσερχομένους απο αιρέσεως της οιασούν (οιασδήποτε) απεδέξαντο>>, <<εάν ετέρα κανονική αιτία η καθαιρούσα τον προσερχόμενον ούκ έστι>>. Δηλαδή, εάν δεν υφίσταται κανονικόν κώλυμα Ιερωσύνης. <<Η αγία Σύνοδος είπεν ούτως αληθώς έχει>> (Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1039).
Απεδέξαντο δέ οι Άγιοι όχι μόνον τους ορθοδόξως πρότερον χειροτονηθέντας, είτα είς αίρεσιν περιπεσόντας και εξ' αυτής επιστρέφοντας, αλλά και τους χειροτονηθέντας υπό αιρετικών. Διό Ταράσιος ο αγιώτατος Πατριάρχης είπε Διότι <<Και ημείς γούν δεχώμεθα (να δεχώμεθα) τους από αιρετικών χειροτονηθέντας, ώς και Ανατόλιος εδέχθη (εγένετο δεκτός)>>. Διότι <<αληθώς φωνή Θεού έστιν, ότι ούκ αποθανούνται τέκνα υπέρ πατέρων, άλλ' έκαστος τη ιδία αμαρτία αποθανείται>>. Και, προσέτι, <<ότι έκ Θεού έστιν η χειροτονία>> των μή κεκριμένων αιρετικών (Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1042). Το αυτό εδίδαξεν και ο Μ. Βασίλειος καθ' ότι <<ούκ έφησεν (δεν είπεν) ο πατήρ αδέκτους είναι>> τους τοιούτους αιρετικούς (Ζ΄Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1050).
Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος απεφάνθη περί των ακρίτων αιρετικών <<δέχεσθαι τους έξ αιρέσεων επιστρέφοντας>> και τους από αιρετικών χειροτονηθέντας, <<ότι έκ Θεού έστιν η χειροτονία>>.

ΠΟΤΕ ΕΙΝΑΙ ΑΚΥΡΑ ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ

Πότε τα μυστήρια αιρέσεως τινος θεωρούνται άκυρα; Όταν αύτη αποκηρυχθή έν ομονοία.
Επί τούτου η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος, διά του Προέδρου ταύτης αγίου Ταρασίου, λέγει <<Εάν δέ συνοδική εκφώνησις γένηται>>, ήτοι συνοδική καταδικαστική απόφασις εναντίον της αιρέσεως. <<και ομόνοια των Εκκλησιών επί ορθοδοξία>>, τότε <<ο τολμών από των βεβήλων αιρετικών>> της αιρέσεως ταύτης <<χειροτονείσθαι (να χειροτονηθεί), τή καθαιρέσει υποπεσείται. Η Αγία Σύνοδος είπεν αυτή δικαία κρίσις>> (Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1050).
Κατάκρισις της αιρέσεως υπό των Εκκλησιών έν ομονοία <<επί ορθοδοξία>>, ή καταδίκη αυτής υπό γενικής Συνόδου της Ορθοδοξίας πάλιν έν ομονοία <<επί ορθοδοξία>> καθιστά άκυρα τα μυστήρια ταύτης.

ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΕΣΟΝΤΟΣ ΕΙΣ ΚΕΚΡΙΜΕΝΗΝ ΑΙΡΕΣΙΝ

Πώς κρίνονται τα μυστήρια του Ορθοδόξου, του πεσόντος είς αίρεσιν υπό των αγίων Συνόδων ή Πατέρων κατακεκριμένην;
<<Ουδέν>> έστιν, <<ό μή ειρήκασιν (έχουσι είπει) οι Πατέρες>> (Συμεών Θεσσαλονίκης, PG. 155, 64). Διό και επί τούτου του ζητήματος έρριψαν το φώς της Ορθοδοξίας. Τούτο μαρτυρεί η στάσις των Αγίων και πρός τον αιρεσιάρχην Νεστόριον. Ο Νεστόριος κατηγγέλετο υπό του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, ότι εφρόνει <<τά τού Αρείου>> (Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Μ. 4, 1256). Δηλαδή, επίστευε και εκήρυττεν αίρεσιν κατακεκριμένην παρά δύο Οικουμενικών Συνόδων, της έν Νικαία Α΄ Οικουμενικής Συνόδου και της έν Κωνσταντινουπόλει Β΄ Οικουμενικής Συνόδου. Και όμως, τα υπό του Νεστορίου τελούμενα μυστήρια εθεώρησαν ώς μή άκυρα μέχρι της καθαιρέσεως αυτού παρά της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Διό <<των ύπ' αυτού χειροτονηθέντων>> πρό ταύτης της καθαιρέσεως, <<ουδείς καθήρηται (έχει καθαιρεθή) >>, ώς λέγει ο Μ. Φώτιος (PG. 104, 1224).

ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΙΣ ΚΑΙ ΑΓΩΝ

Τί ποιήσουσι, λοιπόν, οι Ορθόδοξοι; Θα αναμένωσι την συνοδικήν κρίσιν του αιρετικού και μάλιστα, ότε αυτή αργοπορεί ή προβλέπεται κατ' ανθρωπον απραγματοποίητος;
Επίσκοπος, λέγει η Ορθοδοξία, κηρύττων <<αίρεσιν τινα παρά των αγίων Συνόδων ή Πατέρων κατεγνωσμένην>> <<δημοσία>> και <<γυμνή τη κεφαλή έπ' Εκκλησίας>>, συμφώνως πρός την κανονικήν τάξιν της Εκκλησίας τελεί υπό συνοδικήν διάγνωσιν και κρίσιν. Κατά δε τους ιερούς Κανόνας, κατατάσσεται, μετά των <<ψευδεπισκόπων και ψευδοδιδασκάλων>>.
Διό οι Ορθόδοξοι δικαιούνται, ίνα αποτειχισθώσιν έκ τούτου, διακόπτοντες την μετ' αυτού κοινωνίαν και <<πρό συνοδικής διαγνώσεως>> (ΙΕ΄ Κανόνος ΑΒ΄ Συνόδου).
Οι ούτως αποτειχιζόμενοι Ορθόδοξοι δεν <<υπόκεινται>> <<κανονική επιτιμήσει>> άλλ' είναι αξιέπαινοι. Ούτοι είναι άξιοι <<τιμής>> <<πρεπούσης>> <<τοίς Ορθοδόξοις>>. Και <<ού σχίσματι την ένωσιν της Εκκλησίας κατέτεμον, αλλά σχισμάτων και μερισμών την Εκκλησίαν εσπούδασαν ρύσασθαι (να σώσωσι)>> (Αυτόθι). Δηλαδή, η αποτείχισις γίνεται ώς μέσον αντιαιρετικού αγώνος υπέρ της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι γνησίως Ορθόδοξοι δεν εφησυχάζουσιν έν τη αποτειχίσει, άλλ' αγωνίζονται κατά της αιρέσεως και υπέρ της Ορθοδοξίας <<άχρι θανάτου>>.
Διό <<εξέλθετε έκ μέσου αυτών και αφορίσθητε (διαχωρισθήτε)>> (2 Κορινθ. στ΄ 17), λέγει ο θείος νόμος, αλλά και <<εώς του θανάτου αγώνισαι περί της αληθείας>>(Σοφ. Σειρ. δ΄ 28) και <<γίνου πιστός άχρι θανάτου>>, και τότε <<δώσω σοι τον στέφανον της ζωής>>.

ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΑΙ


Λέγουσι τινές από καρδίας λαλούντες. Εάν δεχθώμεν μή άκυρα τα μυστήρια των ακρίτων αιρετικών, τότε θα δεχθώμεν εγκύρους και τάς ποινάς τούτων κατά των ενισταμένων εναντίον της αιρέσεως Ορθοδόξων.
Έτερον όμως οι άγιοι Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας διδάσκουσι. Δηλαδή, ότι τα μέν μυστήρια των αιρετικών τούτων δεν θεωρούνται άκυρα, άλλ' αί επιβαλλόμεναι παρ' αυτών ποιναί είναι εκκλησιαστικώς άκυροι και ανυπόστατοι. Τούτο έγραφεν ο άγιος Κελεστίνος Ρώμης περί του αιρεσιάρχου Νεστορίου, όστις ετιμώρησεν έν Κωνσταντινουπόλει Ορθοδόξους ενισταμένους κατά της αιρέσεως αυτού. Ήτοι, ότι ούτος <<ουδένα ή καθελείν (να καθαιρέση) ή αποκινήσαι (να αποκινήση έκ της θέσεώς του) ηδύνατο>> (Κελεστίνου Ρώμης, Μ. 4, 1045), καθ' ότι αιρετικός. Από πότε δέ ούκ είχε τοιούτον δικαίωμα; Από την στιγμήν κηρύξεως της αιρέσεώς του <<άφ' ού τοιαύτα (αιρετικά) κηρύττειν>> ήρξατο ( αυτόθι). Διό καταδικαστική απόφασις του αιρετικού Νεστορίου ουδέ πρόσκαιρον ισχύν έσχεν (αυτόθι).
Τουτέστι, τα μέν μυστήρια του πεσόντος είς αίρεσιν Ορθοδόξου λογίζονται άκυρα απο της καθαιρέσεως αυτού, αί δέ ποιναί τούτου είναι άκυροι απο της κηρύξεως της αιρέσεως.

ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Λέγει φιλοκαινοτόμον πνεύμα. Εφ' όσον τα Μυστήρια είναι ισχυρά, καλώς εμμένομεν έν τή αντιπαραδοσιακήν καινοτομία και δεν αποτειχιζόμεθα έκ των ομολογούντων Οικουμενισμόν καινοτόμων!
Τούτο, όμως, είναι ασεβές. Διότι δεν σώζει τον Χριστιανόν μόνο η θεία Χάρις, αλλά <<η Χάρις και η αλήθεια>> (Ιωάν. α΄ 17), κατά το δόγμα του Κυρίου, <<ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δέ απιστήσας κατακριθήσεται>> (Μαρκ. ιστ΄ 16). Κατακριθήσεται δέ, όχι μόνον ο κληθείς είς το άγιον Βάπτισμα και αρνηθείς την σωτήριον κλήσιν όλως, αλλά και ο βαπτισθείς μέν, πεσών δε μετά τούτο είς απιστίαν αιρέσεως αμετανοήτως. Διότι, ενώ το Μυστήριον του Βαπτίσματος έστι Φώς, η αίρεσις είναι <<σκότος το εξώτερον>> (Δαλματίου, Μ. 4, 1257). Τα άγια Μυστήρια, λέγει ο ιερός Κανών, <<τοίς επιμένουσιν έν τή αιρέσει μεγάλην της καταδίκης την τιμωρίαν πορίζουσιν>>. Ούτω γίνεται έν αυτοίς το <<έν τή αληθεία πρός την αιώνιον ζωήν>> <<φωτεινότερον>> <<έν τή πλάνη σκοτεινότερον και πλέον καταδεδικασμένον>> (ΝΖ΄ Κανόνος Συνόδου Καρθαγένης). Διό αί Οικουμενικαί Σύνοδοι απαγγέλλουσι τον φρικτόν αναθεματισμόν <<τοίς κοινωνούσιν έν γνώσει>> τοίς καινοτόμοις <<ανάθεμα>> (Ζ΄Οικουμενικής Συνόδου Μ. 13, 128).
Υπό το ανάθεμα, λοιπόν, των Οικουμενικών Συνόδων της Εκκλησίας κείνται οι <<έν γνώσει>> (Θεοδώρου Στουδίτου, PG. 99, 1653) κοινωνούντες των Μυστηρίων των υπό κρίσιν καινοτόμων, καίτοι ταύτα είναι εισέτι ισχυρά. Ώς γάρ <<πάν το έν αγνοία καθαρισθήσεται (αυτόθι)>> ούτω το <<έν γνώσει>> (Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 13, 128) <<κατακριθήσεται>> (Μάρκ. ιστ΄ 16).

(ΚΑΛΗ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΑΡΙΘ. ΦΥΛ. 58)

ΠΗΓΗ:http://entoytwnika.blogspot.gr/2010/02/blog-post_8319.html

Ύμνος εις την Ελεούσα Θεοτόκον «ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑΝ ΤΟΥ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ»

Ύμνος εις την Ελεούσα Θεοτόκον
«ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑΝ ΤΟΥ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ»





Μυροβλήτισσα Παρθένε Παναγία μου στοργική,
Μήτερ του Θεού του Λόγου του Ιησού του Λυτρωτή.


Μάνα αληθινή σε έχω και σε σένανε προστρέχω
Ω γλυκειά μου Παναγιά των πιστών η σωτηρία.


Ελεείς και προστατεύεις κάθε τέκνο σου πιστό,
το σκεπάζεις, το φυλάττεις απ’ τον ύπουλο εχθρό.


Στην εικόνα σου προστρέχω Παναγία μου και κοιτώ,
πλημμυρίζω από δέος και εσέ παρακαλώ.


Μάνα αληθινή σε έχω και σε σένανε προστρέχω
Ω γλυκειά μου Παναγία των πιστών η Σωτήρια.


Που νομίζετε ότι ελπίζω ο ταλαίπωρος εγώ,
στην γλυκειά την Παναγιά που’χει γιο της τον Χριστό.


Σε παρακαλούμε πάντες, γλυκυτάτη Παναγιά,
χαριζέ μας την ειρήνη και ψυχής παρηγοριά.


Ω αγάπη της ψυχής μου, ω ελπίδα μας γλυκειά,
Ω φιλόστοργη Μαρία συ ελέησόν ημάς.

Μάνα αληθινή σε έχω και σε σένανε προστρέχω
Ω γλυκειά μου Παναγία των πιστών η σωτηρία.
 
 

Απορήσας ἐκ πάντων, ὀδυνηρῶς κράζω σοι· πρόφθασον θερμή προστασία, καί σήν βοήθειαν

Απορήσας ἐκ πάντων, ὀδυνηρῶς κράζω σοι· πρόφθασον θερμή προστασία, καί σήν βοήθειαν

Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη

«᾿Απορήσας ἐκ πάντων, ὀδυνηρῶς κράζω σοι· πρόφθασον θερμή προστασία, καί σήν βοήθειαν, δός μοι τῷ δούλῳ σου, τῷ ταπεινῷ καί ἀθλίῳ, τῷ τήν σήν ἀντίληψιν ἐπιζητοῦντι θερμῶς».
(Σέ ὅλα βρῆκα ἀδιέξοδο, γι’ αὐτό μέ ὀδύνη σοῦ φωνάζω· πρόφθασε, (Παναγία), Σύ πού εἶσαι ἡ θερμή προστασία, καί δῶσε τή βοήθειά σου σ’ ἐμένα τό δοῦλο σου, πού εἶμαι ταπεινός καί ἄθλιος καί πού ἐπιζητῶ μέ ζῆλο τή δική σου ἐνίσχυση).

῾Ο ὑμνογράφος δέν ἔχει γράψει ἁπλῶς ἕνα ποίημα γιά νά δοκιμάσει ἴσως τίς δυνάμεις του καί στόν τομέα αὐτό τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποίησης καί γιά νά δώσει διέξοδο σέ κάποιες ἀνησυχίες ἤ σέ κάποιες ἐξάρσεις τῶν συναισθημάτων του μέσα στίς πολυποίκιλες ὑποχρεώσεις του ὡς βασιλιᾶ. Τό ποίημά του, καθώς σφραγίστηκε ἀπό τήν ἀποδοχή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, φαίνεται ὅτι ξέφυγε ἀπό τά στενά ὅρια ἑνός ἀτομικοῦ πονήματος καί ἐξυψώθηκε σέ σύμβολο ἔκφρασης πανανθρωπίνων αἰσθημάτων. ᾿Εν προκειμένω, στούς παραπάνω στίχους - καί ὄχι μόνο σ’ αὐτούς - ὁ τόνος εἶναι δραματικός, γιατί ὁ ποιητής, ἐκ προσώπου συνόλου τοῦ πιστοῦ λαοῦ, ἀποτυπώνει μία μεγάλη ἀλήθεια· ὁ ἄνθρωπος ὅπου κι ἄν στραφεῖ στόν κόσμο τοῦτο, γιά νά βρεῖ τή χαρά καί τό νόημα τῆς ζωῆς, χωρίς Χριστό, προσκρούει σέ ἀδιέξοδο. Εἴτε ἄνθρωποι εἴτε χρήματα εἴτε διασκεδάσεις εἴτε ὁτιδήποτε ἄλλο, στό τέλος ὅλα αὐτά ἀφήνουν τή στυφή γεύση τοῦ ἀνικανοποίητου τῆς καρδιᾶς. ῾Ο ὑμνογράφος λοιπόν γίνεται ἐκφραστής αὐτῆς τῆς ἀλγούσας καί ὀδυνωμένης καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου, πού παντοῦ συναντᾶ τό ἀδιέξοδο. «᾿Απορήσας ἐκ πάντων ὀδυνηρῶς κράζω σοι...».

Θά τολμούσαμε νά παρομοιάσουμε τήν κατάσταση αὐτή μέ ἐκείνη πού βίωσε ὁ πρωτόπλαστος ᾿Αδάμ, ὅταν ἔχασε, λόγω ἐμμονῆς στήν ἁμαρτία, τή σχέση μέ τήν πηγή τῆς ζωῆς, τόν Θεό. Στράφηκε τότε, μέσα στήν ἐναγώνια ἀναζήτησή του νά βρεῖ τή ζωή, στή γυναίκα του. Καί νομίζοντας ὅτι βρῆκε αὐτήν τή ζωή στό πρόσωπό της, τῆς δίνει τό ὄνομα· Ζωή, «Εὔα». ᾿Αντί τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος. Κι αὐτό βεβαίως ἦταν ἡ ἀπαρχή τῶν ἀδιεξόδων του.

῾Ο ὑμνογράφος ὅμως εἶναι πιστός καί ζεῖ τή σωτηρία πού ἔφερε ὁ Χριστός. Ξέρει ὅτι μόνον ᾿Εκεῖνος γεμίζει τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, γιατί εἶναι ὁ Πατέρας καί ὁ Δημιουργός Του. Σάν τόν ἀπόστολο Πέτρο κι ἐκεῖνος ὁμολογεῖ· «Κύριε, πρός τίνα ἀπελευσόμεθα; Σύ ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις». Γι’ αὐτό καί ἡ τραγικότητα τῆς φωνῆς του μεταβάλλεται σέ κραυγή ἀνακούφισης, δηλαδή ὅταν στό ἀδιέξοδο ἔχει βρεῖ τή διέξοδο καί τή λύση· ᾿Επικαλεῖται ᾿Εκεῖνον πού εἶναι ἡ σωτηρία, ἀλλά μέσω τῆς Παναγίας Μητέρας Του. Οἱ ἁμαρτίες του, πού τόν κάνουν νά νιώθει ταπεινός καί ἄθλιος, τοῦ θέτουν ἐμπόδιο, ὥστε νά ριχτεῖ ἄμεσα στήν ἀγκαλιά τοῦ Χριστοῦ. ῾Η λύση γι’ αὐτόν εἶναι ἡ μεσιτεία τῆς Παναγίας. ῾Υπερβολή ἴσως καί πιθανόν μία ἔμμεση «ὑποβάθμιση» τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ στόν ἄνθρωπο. Διότι ὁ Χριστός εἶναι «ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» ἀπό ἀπειρία ἀγάπης πρός αὐτόν. ᾿Αλλά εἴπαμε· ὁ Κύριος χαίρεται πάντοτε νά βλέπει αὐτό πού «ἀντανακλᾶ» τόν δικό Του τρόπο ζωῆς καί τό δικό Του ἦθος· τήν ταπείνωση. Κι αὐτό φανερώνει ὁ ὑμνογράφος, ὅταν «διστάζει» νά στραφεῖ ἄμεσα στόν Κύριο καί Θεό του, πραγματοποιώντας τό ὅμως μέ ἄλλον τρόπο· μέσω τῆς Θεοτόκου!

πηγή:synodoiporia

Ἐλπὶς καὶ Σωτηρία

                                                 Ἐλπὶς καὶ Σωτηρία

Ελπίδα σωτηρίας είναι η γλυκυτάτη Μητέρα του Σωτήρος , η Παναγία. Όπως γέννησε τον Σωτήρα μας, μπορεί να «γεννήσει» και την σωτηρία μας. Αφού ο Σωτήρας δια μέσου αυτής ήλθε στη γη, γιατί να μη στέλνει και τη σωτηρία μέσω αυτής; Μεσίτευσε να πάρει ο Θεός Λόγος σάρκα, για να μπορέση να θυσιασθή «δι᾿ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν». Αυτή του έδωσε το σώμα και το αίμα, που πρόσφερε θυσία για μας, για την σωτηρία μας. Έγινε έτσι μεσίτρια της σωτηρίας μας.

Όταν σκεπτόμαστε αυτό, θέλοντας και μη, έρχονται στο στόμα μας τα λόγια: «Καὶ σὲ μεσίτριαν ἔχω, πρὸς τὸν φιλάνθρωπον Θεόν, μή μου ἐλέγξῃ τὰς πράξεις, ἐνώπιον τῶν Ἀγγέλων, παρακαλῶ σε, Παρθένε, βοήθησόν μοι ἐν τάχει.».
Αλλ’ ας στρέψωμε καλλίτερα την προσοχή μας στα λόγια ενός μεγάλου πατέρα της Εκκλησίας μας, του αγίου Γερμανού, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, του ομολογητού. Λέγει ο άγιος Γερμανός:

«Χάρις σ’ εσένα , Θεοτόκε, οι εξ αιτίας των αμαρτιών τους πτωχοί είδαν τον πλούτο της καλωσύνης του Θεού. Ζήτησαν με τις πρεσβείες Σου το έλεος Του και σώθηκαν. Η βοήθειά Σου, Παναγία, είναι δυνατή και φέρνει σωτηρία. Η προστασία Σου είναι ζωντανή. Οι πρεσβείες Σου ζωή. Η σκέπη Σου παντοτεινή. Κανένας δεν μπορεί να γνωρίσει τον Θεό, χωρίς Εσένα. Κανένας δεν σώζεται χωρίς τις ικεσίες Σου. Κανένας δεν ελεείται δωρεάν, χωρίς την μεσιτεία Σου.

• Ποιος άλλος μάχεται τόσο για τους αμαρτωλούς; Ποιος υπερασπίζεται πιο πολύ και πιο επίμονα εκείνους που περνούν ψυχική κρίση και δεν έχουν ως τώρα διορθωθή;

• Κάθε άλλος ,ακόμη και όταν μπορεί , αναλογιζόμενος το κόψιμο της άκαρπης συκιάς, διστάζει να παρακαλέσει, για να μην μείνει το αίτημά του ανεκπλήρωτο και προσβληθή.

• Συ όμως έχεις μητρική στον Χριστό επιρροή. Και δεν είναι ποτέ δυνατόν να αστοχήσεις. Γιατί ο Θεός εκπληρώνει πρόθυμα σε όλα και με κάθε τρόπο το θέλημά Σου, γιατί είσαι η αληθινή και άχραντη Μητέρα Του.

• Γι’ αυτό κάθε θλιμμένος εύλογα καταφεύγει σε Σένα. Κάθε άρρωστος, σε Σένα προσπίπτει. Κάθε πολεμημένος, Σένα έχει τείχος, σε Σένα καταφεύγει. Συ, μεταστρέφεις την δίκαιη του Κυρίου οργή κι εναντίον μας απειλή, σε ευλογία και συγχώρηση, γιατί αγαπάς με όλη Σου την καρδιά τον λαό, που φέρνει το όνομα του Υιού Σου».

Θα μπορούσε ποτέ άνθρωπος , που στέκει με ευλάβεια μπροστά στο έργο του Χριστού, πιστεύοντας ότι είναι Θεός, η πηγή του αγιασμού, να μην αισθάνεται ελπίδα και παρηγοριά, σαν θυμάται την υπέραγνη Θεοτόκο Μαρία; Και υπάρχει κάτι πιο σπουδαίο και υψηλό στην ζωή μας αυτή από την ελπίδα και την παρηγοριά που δίνει ο θεός και το άγιό Του Πνεύμα;

«Μακάριοι ἐσμὲν καὶ ἡμεῖς προστασίαν σε ἔχοντες• ἡμέρας γὰρ καὶ νυκτὸς πρεσβεύεις ὑπὲρ ἡμῶν», λέμε σε ένα τροπάριο.

«Μακάριος ο άνθρωπος, που έχει τάξει προστάτη του την Παναγία. Είναι μακάριος έστω κι αν είναι αμαρτωλός», παρατηρεί ο άγιος Γερμανός. Κι συνεχίζει: «Καλλίτερα ο θάνατος, καλλίτερα να χωρισθή η ψυχή μας από το σώμα, παρά να χωρισθή από την Παναγία. Ο θάνατος μας φέρνει πιο κοντά στον Θεό. Ο χωρισμός από την Παναγία είναι και από το Θεό χωρισμός».

Ο Χριστός τιμά την Μητέρα Του. Γι’ αυτό και αγαπά όσους την αγαπούν και την τιμούν. Αξίζει, λοιπόν, με πίστη και με ευλάβεια να Την παρακαλούμε: « ἱκέτευε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς τῶν ὀρθοδόξως,Θεοτόκον ὁμολογούντων Σε».

Από το βιβλίο: «Δίψα για ζωή»

'Η ...Καλή Μητέρα μας!

                   'Η ...Καλή Μητέρα μας!



Ἡ Παναγία δὲν ξεκουράζεται, ἀναπαύεται στὴν ὑπὲρ τῶν τέκνων τῆς κόπωση, γι’ αὐτὸ καὶ ποτὲ δὲν χαμηλώνει τὰ δεόμενα πανάχραντα χέρια της.

Ἡ Παναγία ἐπανέρχεται συχνὰ μέσα στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία κυρίως ὡς μητέρα.

Καὶ μία καλὴ μητέρα ξέρει ν’ ἀκούει, νὰ...πονᾶ καὶ ν’ ἀγαπᾶ.

Γέρων Μωϋσῆς

Παντοτινὴ ἐλπὶς εἰς τὸv Θεόv

                        Παντοτινὴ ἐλπὶς εἰς τὸv Θεόv

Ένας νέος, παρασυρμένος από την τρομερή δύναμη της κακής συνήθειας, έπεφτε συχνά σε βαρύ αμάρτημα. Δεν άφηνε όμως τον αγώνα. Ύστερα από κάθε κατρακύλισμα έχυνε πύρινα δάκρυα και προσευχόταν στο Θεό μ’ αυτά τα πονεμένα λόγια:

«Κύριε, σώσε με, είτε θέλω είτε δε θέλω. Εγώ ως χωματένιος που είμαι, τραβιέμαι εύκολα στη λάσπη της αμαρτίας. Συ όμως έχεις τη δύναμη να μ’ εμποδίσεις. Δεν είναι θαυμαστό, Θεέ μου, αν ελεήσεις τον δίκαιο, ούτε αν σώσεις τον ενάρετο, γιατί αυτοί είναι άξιοι να γευτούν την αγαθότητά σου. Σε μένα τον αμαρτωλό δείξε, Κύριε, το έλεος και τη φιλανθρωπία Σου και σώσε με με θαυματουργικό τρόπο, γιατί μ’ όλη την αθλιότητά μου σε Σε μόνο καταφεύγω ο δυστυχής».

Αυτά έλεγε με συντριβή ο νέος και όταν κυριευόταν από το πάθος και όταν ακόμα ήταν ήρεμος. Κάποια φορά που νικήθηκε ύστερα από αγωνιώδη αντίσταση, γονάτισε αμέσως κι επανέλαβε τα ίδια λόγια, χύνοντας ποταμούς δακρύων. Η ακατανίκητη ελπίδα του στη Θεία ευσπλαχνία ερέθισε το διάβολο. Παρουσιάστηκε μπροστά του όλος μανία και του φώναξε:

— Άθλιε, δε νοιώθεις λίγη ντροπή, όταν με τέτοια χάλια τολμάς να προσεύχεσαι και να παίρνεις στο στόμα σου το όνομα του Θεού; Μάθε μια για πάντα πως για σένα δεν υπάρχει σωτηρία.

Ο γενναίος αγωνιστής δε φοβήθηκε, ούτε την ελπίδα του έχασε, όπως περίμενε ο διάβολος.

— Μάθε κι εσύ, του αποκρίθηκε πως το δωμάτιο αυτό είναι σιδηρουργείο. Μια σφυριά δίνεις και μια παίρνεις. Δε θα πάψω να σε πολεμώ με τη μετάνοια και την προσευχή, ώσπου να βαρεθείς να με πολεμάς κι εσύ με την αμαρτία.

— Έτσι λοιπόν; Φώναξε ο διάβολος με κακία. Από δω κι εμπρός παύω να σε πολεμώ, για να μην αυξηθούν τα βραβεία της υπομονής σου. Κι έγινε αμέσως άφαντος.

— Εύγε σου! Έχεις κατάνυξη, του ψιθύριζε καμιά φορά στο λογισμό του ο εχθρός για να τον ρίξει τώρα στην υψηλοφροσύνη.

— Ανάθεμα σε τούτο το καλό, αποκρινόταν με περιφρόνηση ο νέος. Μήπως αρέσει στο Θεό να χάσει ο άνθρωπος την καθαρότητα της ψυχής του με ρυπαρές πράξεις κι ύστερα να κάθεται να κλαίει;

Μετάφραση από το “Πώς αντιμετώπισαν τους σαρκικούς πειρασμούς” του Γεώργιου Α. Καλπούζου από τις εκδόσεις “Φωτοδότες”

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

"Εἰς σέ μόνην ἐλπίζω, καί θαρρῶ καί καυχῶμαι καί προστρέχω τῇ σκέπῃ σου, σῶσόν με".

"Εἰς σέ μόνην ἐλπίζω, καί θαρρῶ καί καυχῶμαι καί προστρέχω τῇ σκέπῃ σου, σῶσόν με".

Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη
''Εἰς σέ μόνην ἐλπίζω, καί θαρρῶ καί καυχῶμαι καί προστρέχω τῇ σκέπῃ σου, σῶσόν με''.
(Σέ σένα μόνη ἐλπίζω, Παναγία, κι ἔχω θάρρος καί καυχῶμαι καί προστρέχω στήν σκέπη σου, σῶσε με).
Τήν σωτηρία μας ζητᾶμε καί στόν συγκεκριμένο ὕμνο οἱ πιστοί διά τοῦ ἐκπροσώπου μας βασιλιά ποιητή, δηλαδή καί τήν διάσωσή μας ἀπό τίς συμφορές τοῦ βίου καί τίς δαιμονικές ἐπιρροές, ἀλλά καί πιό θεολογικά τήν καλή σχέση μας μέ τόν Κύριο, ἀφοῦ αὐτό κατεξοχήν συνιστᾶ ἐκκλησιαστικά τήν σωτηρία. Καί ζητᾶμε ἀπό τήν Παναγία Μητέρα τήν σωτηρία καί ὡς σχέση μέ τόν Θεό, ὄχι ἀσφαλῶς γιατί ἀρνούμαστε τόν μόνο Σωτήρα ᾽Ιησοῦ Χριστό, ἀλλά γιατί πιστεύουμε καί γνωρίζουμε ὅτι ἡ ἀναφορά σ᾽ ἐκείνην εἶναι στήν πραγματικότητα ἀναφορά στόν Υἱό καί Θεό της. Πρόκειται γιά τήν ἴδια ἀλήθεια πού ὁμολογοῦμε κάθε φορά ἤδη ἀπό τήν ἀρχή τῆς Θείας Λειτουργίας, ὅταν ἱκετεύουμε τόν Κύριο νά μᾶς σώσει μέ τήν ἰσχυρή μεσιτεία γιά μᾶς τῆς Θεοτόκου. ῾Ταῖς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, Σῶτερ, σῶσον ἡμᾶς᾽. Κι αὐτό θά πεῖ μεταξύ ἄλλων ὅτι Θεία Λειτουργία καί Παρακλητικοί Κανόνες κινοῦνται στό ἴδιο μῆκος κύματος, καί εὐλόγως: κάθε ἐκκλησιαστική ἀκολουθία στήν οὐσία ἀποτελεῖ προέκταση τῆς καρδιᾶς τῆς ᾽Εκκλησίας, τῆς Θείας Εὐχαριστίας.

῾Ο διερμηνευτής τῶν αἰσθημάτων μας ποιητής ὅμως θέλει νά εἶναι πιό σαφής: ἐξηγεῖ τήν καταφυγή στήν Θεοτόκο ὡς σκέπη καί σωτηρία μας, γιατί εἶναι ἡ μόνη ἐλπίδα μας, εἶναι τό θάρρος μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀκόμη καί τό καύχημά μας. ῾Η κάθε λέξη του ἔρχεται καί ρίχνει ἕνα ἐπιμέρους φῶς στήν σχέση μας μέ τήν Πανύμνητη Μητέρα. Ποιό εἶναι αὐτό τό φῶς;

(1) ῾Πρός σέ μόνην ἐλπίζω᾽. ῾Ο ποιητής δηλώνει τό ταπεινό φρόνημα πού τόν διακατέχει καί πρέπει νά διακατέχει καί κάθε πιστό, καθώς βρισκόμαστε στόν κόσμο τοῦτο. Πρόκειται γιά τήν ταπείνωση τῆς ἀποδοχῆς τῆς ἁμαρτωλότητας καί τῆς ἀθλιότητάς μας, συνεπῶς τήν ἀπελπισία ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας. Μή βλέποντας ὁτιδήποτε καλό στήν ζωή μας ἀπό πλευρᾶς πνευματικῆς, στρεφόμαστε στήν Μόνη πού ἀποτελεῖ χάριτι Θεοῦ τό πλήρωμα τῶν ἀρετῶν κι ἔχει γι᾽ αὐτό παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τήν Παναγία. ῾Πολύ ἰσχύει Μητρός πρός εὐμένειαν Δεσπότου᾽ κατά τήν κλασική ἐκκλησιαστική φράση. ῾Η Παναγία λοιπόν γίνεται ἔτσι ἡ μόνη ἐλπίδα μας, ὅταν ἔχουμε σωστή θέαση τοῦ ἑαυτοῦ μας.

(2) ῾καί θαρρῶ᾽. ᾽Απελπισμένοι ἀπό τόν ἑαυτό μας ἐλπίζουμε στήν Παναγία, τήν ὁποία ὅμως πλησιάζουμε ὄχι μέ φόβο ἀλλά μέ θάρρος. Γιατί; Διότι δέν εἶναι μόνο ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου μας, ἀλλά καί δική μας Μητέρα, συνεπῶς γεμάτη ἀγάπη ἀπέναντί μας. Εἶναι ἡ ῾Πανύμνητος Μήτηρ᾽, ἀφοῦ γέννησε ᾽Εκεῖνον ὁ ῾Οποῖος μᾶς προσέλαβε καί μᾶς ἔκανε μέλη Του. Κι ἔχουμε ξαναπεῖ ὅτι τήν θέση αὐτή τῆς Μάνας καί ὡς πρός ἐμᾶς δέν τῆς τήν δώσαμε ἐμεῖς, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Υἱός καί Θεός της, ὅταν μάλιστα βρισκόταν πάνω στόν Σταυρό: ῾Γύναι, ἰδού ὁ υἱός σου᾽ λέει γιά τόν Ἰωάννη. Τήν Μητρική ἐπίβλεψή της σ᾽ ἐμᾶς ἐπιβεβαιώνει καθημερινῶς μέ τά ἄπειρα θαύματά της, ἔστω κι ἄν συχνά τήν λυποῦμε μέ τίς ἁμαρτίες μας. Τά συναξάρια τῶν ἁγίων μας βρίθουν τέτοιων θαυμαστῶν ἐπεμβάσεων τῆς Παναγίας πού μόνη χαρά της ἔχει τήν δική μας σωτηρία.

(3) ῾καί καυχῶμαι᾽. Ἡ Παναγία μας ὅμως συνιστᾶ καί τήν καύχησή μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μας. ῞Οπως ὅταν θέλουμε νά προσφέρουμε ἕνα δῶρο σέ κάποιον πού τόν ἔχουμε ψηλά στήν συνείδησή μας διαλέγουμε ὅ,τι καλύτερο ἔχουμε, ἔτσι καί μέ τήν Παναγία Μητέρα: εἶναι ὅ,τι καλύτερο συνέβη στήν ἀνθρωπότητα, τό καλύτερο ἄνθος τοῦ ἀνθρωπίνου δέντρου, συνεπῶς τό καλύτερο δῶρο μας πρός τόν Δημιουργό μας. ᾽Εκείνη μᾶς ἐκπροσωπεῖ καί γι᾽ αὐτό ἐκείνη εἶναι καί ἡ μόνη καύχησή μας. Δι᾽ αὐτῆς μποροῦμε νά δοῦμε χωρίς ντροπή ῾κατάματα᾽ Κύριο τόν Θεό μας. Κι αὐτό λειτουργεῖ καί ἀντίστροφα: ᾽Εκεῖνος θέλησε ἀπό τήν ἀγάπη Του γιά ἐμᾶς νά μᾶς δώσει ὡς δῶρο τήν Πάναγνη Μαριάμ, γιά νά ὑπάρχει καί κάποια δική μας καύχηση ἐνώπιόν Του. Δῶρο διπλῆς ἀνάγνωσης λοιπόν ἡ Παναγία μας: καί ἀπό πλευρᾶς μας πρός τόν Θεό καί ἀπό πλευρᾶς ᾽Εκείνου πρός ἐμᾶς. 
 
πηγή:synodoiporia

Ἐρμηνεία τῆς Είκόνος τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου


                  Ἐρμηνεία τῆς Είκόνος τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου


Η αγία εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου είναι πολυπρόσωπη. Δύο όμως πρόσωπα ξεχωρίζουν στην όλη παράσταση: Ο Χριστός και η Παναγία. Ο Χριστός μας με το ηγεμονικό Του παράστημα που κρατεί την ψυχή της Παναγίας Μητέρας Του, βρέφος φασκιωμένο, και το λιπόσαρκο σκήνωμα της Παναγίας.

«Στην εικόνα δεσπόζει το νεκρικό κρεβάτι, στολισμένο με πλούσια ποδέα, όπου αναπαύεται η Παναγία με τα χέρια σταυρωμένα. Μπροστά στερεωμένο σε ένα απλό κηροπήγιο καίει ένα χοντρό κερί. Πίσω από το νεκρικό κρεβάτι και στη μέση ακριβώς στέκει ο Χριστός με το σώμα σε περίεργη στροφή προς τα δεξιά, προς την κεφαλή της Μητέρας Του. Στα χέρια Του απλωμένα στην ίδια κατεύθυνση, κρατεί την ψυχή της, που έχει τη μορφή φασκιωμένου μωρού με τα χέρια σταυρωμένα. Τον τριγυρίζει δόξα. Μέσα σ’ αυτή είναι ζωγραφισμένοι στην κορυφή ένα εξαπτέρυγο και σε μονοχρωμία τέσσερεις άγγελοι που πλαισιώνουν το Χριστό με χειρονομίες και έκφραση λύπης στα πρόσωπά τους… Πάνω ακριβώς από το Χριστό στην κορυφή του τόξου της εικόνας έχουν ανοίξει οι πύλες του ουρανού και φαίνονται δύο άγγελοι, πάλι σε μονοχρωμία, να σκύβουν με σκεπασμένα χέρια για να πάρουν με τη σειρά τους την ψυχή της. Στην κεφαλή και στα πόδια του νεκρικού κρεβατιού είναι μαζεμένοι οι δώδεκα απόστολοι με εκφράσεις, στάσεις και χειρονομίες που δείχνουν βαθειά λύπη. Ο Πέτρος θυμιατίζει στην κεφαλή της Παναγίας, ο δε Απόστολος Παύλος και ο Θεολόγος Ιωάννης σκύβουν στα πόδια της και την ασπάζονται. Πιο πίσω είναι τρεις ιεράρχες με ανοιχτά βιβλία και στα αριστερά, στο βάθος, θρηνούν τρεις γυναίκες. Τη σύνθεση κλείνουν στο βάθος, πίσω από τις ομάδες των μαθητών, δύο συμβατικά αρχαιόπρεπα κτήρια. Ανάμεσα σ’ αυτά διαβάζεται η επιγραφή Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ Θ(ΕΟ)ΤΟΚΟΥ» (Α. Καρακατσάνη). Οι τέσσερεις (εικονίζονται οι τρεις) Ιεράρχες που παραβρέθηκαν στην Κοίμηση, ήταν: ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, ο Ιερόθεος, ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και ο Τιμόθεος. Ο Ιερόθεος δεν εικονίζεται.

Σε κάποιες εικόνες βλέπουμε στη δεξιά άκρη του σπιτιού τον Ιωάννη το Δαμασκηνό που βαστά χαρτί (πάπυρο) με τα εξής λόγια: «Ἀξίως ὡς ἔμψυχόν σε οὐρανὸν ὑπεδέξαντο οὐράνια Πάναγνε θεία σκηνώματα καὶ παρέστηκας…» Και στα αριστερά τον άγιο Κοσμά τον ποιητή κρατώντας άλλο χαρτί που λέει: «Γυναίκα σε θνητήν, ἄλλ᾿ ὑπερφυῶς καὶ μητέρα Θεοῦ εἰδότες, πανάμωμε…»

Σ’ όλα τα πρόσωπα διακρίνεται η θλίψη, ανάμικτη όμως με τη γλυκιά ελπίδα. Είναι η «χαρμολύπην», το «χαροποιὸν πένθος», γνώρισμα των πιστών που ζουν με την προσμονή της ανάστασης. Τούτο βλέπουμε και στα τροπάρια της εορτής, που άλλοτε τονίζουν τον τρόμο και το δέος των Αποστόλων, τους οποίους παρουσιάζουν να δακρύζουν και άλλοτε τονίζουν τη χαρά τους, που την εκδηλώνουν με ψαλμούς και ύμνους. Παραθέτουμε δύο αποσπάσματα «Ὅτε ἡ μετάστασις τοῦ ἀχράντου σου σκήνους ηὐτρεπίζετο, τότε οἱ Ἀπόστολοι περικυκλοῦντες τὴν κλίνην τρόμω ἐώρων σε» (Στιχηρό ιδιόμελο όρθρου). «…Καὶ τὸ ζωαρχικὸν καὶ θεοδόχον σου σῶμα κηδεύσαντες ἔχαιρον, πανύμνητε» (Δοξαστικό αποστίχων Εσπερινού).

Σε μερικές εικόνες εικονίζονται στον ουρανό σύννεφα, που μετέφεραν τους αποστόλους στην Ιερουσαλήμ. Σε πολλές εικόνες της Κοίμησης ζωγραφίζεται και το επεισόδιο του αγγέλου και κόβει με το ξίφος του τα χέρια του Ιεφονία. (Πρόκειται για εκείνο τον Εβραίο που αποπειράθηκε να ρίξει στο έδαφος το λείψανο της Θεοτόκου).

Πηγή:diakonima

«Θελητήν τοῦ ἐλέους, ὅν ἐγέννησας, μῆτερ ἁγνή, δυσώπησον...»

«Θελητήν τοῦ ἐλέους, ὅν ἐγέννησας, μῆτερ ἁγνή, δυσώπησον...»

Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη

«Θελητήν τοῦ ἐλέους, ὅν ἐγέννησας, μῆτερ ἁγνή, δυσώπησον...»
(Παρακάλεσε, ῾Αγνή Μητέρα, τόν Χριστό πού γέννησες καί πού εἶναι θελητής τοῦ ἐλέους...)

᾿Απευθυνόμαστε καί πάλι στήν Παναγία νά γίνει ἡ μεσίτριά μας πρός τόν Υἱό καί Θεό της· νά παρακαλέσει ᾿Εκεῖνον γιά χάρη μας - «καί Σέ μεσίτριαν ἔχω πρός τόν φιλάνθρωπον Θεόν» - διότι ἐμεῖς, λόγω τῶν πταισμάτων καί τῶν
μολυσμάτων τῆς ψυχῆς μας, δέν ἔχουμε παρρησία ἐνώπιόν Του, ὥστε ὁ Χριστός πρός χάρη πιά ᾿Εκείνης νά μᾶς δώσει τήν ἴαση τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. ῾Ο ὕμνος ὅμως χρησιμοποιεῖ μία φράση πού νομίζουμε εἶναι ἀπό τίς πιό ὡραῖες καί κατανυκτικές τῶν παρακλητικῶν κανόνων· ὁ Κύριος εἶναι ὁ «θελητής τοῦ ἐλέους». Δηλαδή ὄχι μόνον ἔχει ἔλεος· ἀγάπη καί συμπάθεια καί συγχωρητικότητα γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους καί μάλιστα τούς πιστούς σέ Αὐτόν, μέ τήν ἔννοια ὅτι οἱ πιστοί βλέπουν αὐτό τό ἔλεος καί τό ἀποδέχονται, μέ ἀποτέλεσμα νά πολλαπλασιάζεται στή ζωή τους, ἀλλά θέλει καί νά τό ἔχει. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι τό ἔλεος τοῦ Χριστοῦ σέ μᾶς δέν εἶναι μία προσφορά καί ἕνα ἄνοιγμα «ἀφ’ ὑψηλοῦ», ὅπως ἑνός πλούσιου σέ ἕναν φτωχό γιά παράδειγμα, πού τοῦ δίνει πολλές φορές γιά νά τόν «ξεφορτωθεῖ» ἤ ἀπό οἶκτο, ἀλλά εἶναι μία προσφορά, ἕνα δόσιμο πού κατανοεῖται ὡς «ἀνάγκη» τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή εἶναι προσφορά χαρᾶς, πού δέν μπορεῖ νά μήν ὑπάρχει.

Αἰτία γι’ αὐτό εἶναι τό γεγονός ὅτι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί», ἡ ἀγάπη δηλαδή συνιστᾶ, ὅπως λένε οἱ θεολόγοι, τόν τρόπο ὕπαρξής Του καί δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνα ἀπό τά πολλά χαρακτηριστικά Του. ῎Ετσι ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά μήν ἀγαπᾶ, ἡ ἀγάπη εἶναι ὀφειλή στά πλάσματά Του, γεγονός πού σημαίνει ὅτι εἴτε Τόν θέλουμε εἴτε δέν Τόν θέλουμε, ἡ θετική στάση Του ἀπέναντί μας εἶναι δεδομένη. ῎Αν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐντέλλεται νά ἀγαπᾶμε καί τούς ἐχθρούς μας, ἄν ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς τονίζει ὅτι «μηδενί μηδέν ὀφείλετε εἰ μή τό ἀγαπᾶν ἀλλήλους», δηλαδή ὀφείλουμε, χρωστᾶμε τήν ἀγάπη μας σέ κάθε ἄνθρωπο, ἀνεξάρτητα ἀπό τί εἶναι αὐτός, πόσο περισσότερο ἰσχύει τοῦτο γιά ᾿Εκεῖνον, πού εἶναι ἡ πηγή τῆς ἀγάπης; Μπροστά σ’ αὐτόν τόν Θεό μας ἡ μόνη στάση βεβαίως εἶναι ἡ δοξολογία μας καί τά δάκρυά μας.
πηγή:synodoiporia